εὐποσία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
(CSV import)
 
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efposia
|Transliteration C=efposia
|Beta Code=eu)posi/a
|Beta Code=eu)posi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">abundance</b>, <span class="title">IPE</span>12.140, 141 (Olbia); <b class="b3">θεὰ Εὐ</b>. Judeich <b class="b2">Altertümer von Hierapolis</b> 26.</span>
|Definition=ἡ, [[abundance]], ''IPE''12.140, 141 (Olbia); <b class="b3">θεὰ Εὐποσία</b> Judeich Altertümer von Hierapolis 26.
}}
{{ls
|lstext='''εὐποσία''': ἡ, = [[εὐβοσία]], καλὴ [[βοσκή]], [[εὐκαρπία]], εὐθηνεία, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, Struve ἐν φυλλαδίῳ (1866) σ. 26-7, πρβλ. Κουμανούδ. Συναγ. λέξ. ἀθησαυρ. ἐν λέξει.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐποσία]], ή (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />[[κρασοκατάνυξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκαρπία]], [[αφθονία]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσωποποίηση]]) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ποσία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πότης]]), [[πρβλ]]. [[οινοποσία]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 31 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποσία Medium diacritics: εὐποσία Low diacritics: ευποσία Capitals: ΕΥΠΟΣΙΑ
Transliteration A: euposía Transliteration B: euposia Transliteration C: efposia Beta Code: eu)posi/a

English (LSJ)

ἡ, abundance, IPE12.140, 141 (Olbia); θεὰ Εὐποσία Judeich Altertümer von Hierapolis 26.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποσία: ἡ, = εὐβοσία, καλὴ βοσκή, εὐκαρπία, εὐθηνεία, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, Struve ἐν φυλλαδίῳ (1866) σ. 26-7, πρβλ. Κουμανούδ. Συναγ. λέξ. ἀθησαυρ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

εὐποσία, ή (ΑΜ)
μσν.
κρασοκατάνυξη
αρχ.
1. ευκαρπία, αφθονία
2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ποσία (< πότης), πρβλ. οινοποσία].