πύλωμα: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyloma
|Transliteration C=pyloma
|Beta Code=pu/lwma
|Beta Code=pu/lwma
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ατος, τό</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gateway</b>, in pl., <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>408</span>,<span class="bibl">799</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>808</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>1113</span>, etc.</span>
|Definition=[ῠ], ατος, τό, [[gateway]], in plural, A.''Th.''408,799, E.''Hipp.''808, ''Ph.''1113, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] τό, Verschluß durch Thore, Thor, Aesch. Spt. 390. 781, im plur., wie Eur. Phoen. 1120 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] τό, Verschluß durch Thore, Thor, Aesch. Spt. 390. 781, im plur., wie Eur. Phoen. 1120 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[porte]].<br />'''Étymologie:''' [[πυλόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πύλωμα -ατος, τό [πυλόω] [[poort]], [[ook plur]].
}}
{{elru
|elrutext='''πύλωμα:''' ατος (ῠ) τό ворота Aesch., Eur.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα πυλώματα</i><br /><b>ιατρ.</b> κολικοί πόνοι που προκαλούνται από [[εντεροκολίτιδα]] ή δυσεντεροειδή κατάρρουν<br /><b>αρχ.</b><br />η [[πύλη]] και ο [[χώρος]] που βρίσκεται [[γύρω]] από αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δεσμώματα</i>: [[δεσμός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πύλωμα:''' [ῠ], -ατος, τό, [[πύλη]], [[είσοδος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πύλωμα''': [ῠ], τό, [[πύλη]], ὁ κατὰ τὴν πύλην [[τόπος]], [[εἴσοδος]]. Αἰσχύλ. Θήβ. 406, 799, Εὐρ. Ἱππ. 808, Φοίν. 1113, κτλ.
|lstext='''πύλωμα''': [ῠ], τό, [[πύλη]], ὁ κατὰ τὴν πύλην [[τόπος]], [[εἴσοδος]]. Αἰσχύλ. Θήβ. 406, 799, Εὐρ. Ἱππ. 808, Φοίν. 1113, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῠ́λωμα, ατος, τό, [from πῠλόω]<br />a [[gate]], gateway, Aesch., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύλωμα Medium diacritics: πύλωμα Low diacritics: πύλωμα Capitals: ΠΥΛΩΜΑ
Transliteration A: pýlōma Transliteration B: pylōma Transliteration C: pyloma Beta Code: pu/lwma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, gateway, in plural, A.Th.408,799, E.Hipp.808, Ph.1113, etc.

German (Pape)

[Seite 817] τό, Verschluß durch Thore, Thor, Aesch. Spt. 390. 781, im plur., wie Eur. Phoen. 1120 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
porte.
Étymologie: πυλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύλωμα -ατος, τό [πυλόω] poort, ook plur.

Russian (Dvoretsky)

πύλωμα: ατος (ῠ) τό ворота Aesch., Eur.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
νεοελλ.
στον πληθ. τα πυλώματα
ιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουν
αρχ.
η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. -ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)].

Greek Monotonic

πύλωμα: [ῠ], -ατος, τό, πύλη, είσοδος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πύλωμα: [ῠ], τό, πύλη, ὁ κατὰ τὴν πύλην τόπος, εἴσοδος. Αἰσχύλ. Θήβ. 406, 799, Εὐρ. Ἱππ. 808, Φοίν. 1113, κτλ.

Middle Liddell

πῠ́λωμα, ατος, τό, [from πῠλόω]
a gate, gateway, Aesch., Eur.