ἁμαξιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amaksiaios
|Transliteration C=amaksiaios
|Beta Code=a(maciai=os
|Beta Code=a(maciai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">large enough to load a wagon</b>, λίθος <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.4.27</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>838b1</span>, <span class="bibl">D.55.20</span>, <span class="bibl">Diph. 38</span>, cf.<span class="title">IG</span>22.463.45, Ἐφ.Ἀρχ. 1895.59: metaph., <b class="b3">ἁ. ῥῆμα</b> of big words, <span class="title">Com.Adesp.</span>836; <b class="b3">ἁ. χρήματα</b> money <b class="b2">in cart-loads</b>, ib.835.</span>
|Definition=α, ον, [[large enough to load a wagon]], λίθος X.''HG''2.4.27, Arist.''Mir.''838b1, D.55.20, Diph. 38, cf.''IG''22.463.45, Ἐφ.Ἀρχ. 1895.59: metaph., <b class="b3">ἁ. ῥῆμα</b> of big words, ''Com.Adesp.''836; <b class="b3">ἁ. χρήματα</b> money [[in cart-loads]], ib.835.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[como para cargar un carro]] λίθος X.<i>HG</i> 2.4.27, Arist.<i>Mir</i>.838<sup>b</sup>1, D.55.20, Diph.38.6, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.463.45 (IV a.C.), cf. 1<sup>2</sup>.313.97 (V a.C.), γόγγροι Eudox.<i>Fr</i>.318, ἁ. χρήματα dinero a carretadas</i>, <i>Com.Adesp</i>.835<br /><b class="num"></b>fig. ἁμαξιαῖα ῥήματα palabras de una carretada e.d. muy largas</i> Polyzel.6A, Canthar.6B, Diogenian.1.3.41.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0115.png Seite 115]] α, ον, so groß, daß zum Fortschaffen, in Wagen nöthig ist, λίθοι Xen. An. 4, 2, 3; Hell. 2, 4. 27; vgl. Diphil. Ath. IV, 165 f, γρήματα B. A. 24. ῥήματα Diogen. 3, 41, = μεγάλα κομπάσματα: γόγγροι Ath. VII. 288 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0115.png Seite 115]] α, ον, so groß, daß zum Fortschaffen, in Wagen nöthig ist, λίθοι Xen. An. 4, 2, 3; Hell. 2, 4. 27; vgl. Diphil. Ath. IV, 165 f, γρήματα B. A. 24. ῥήματα Diogen. 3, 41, = μεγάλα κομπάσματα: γόγγροι Ath. VII. 288 c.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />énorme, <i>litt.</i> qui ferait la charge d'un chariot.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁμαξιαῖος:''' величиною с воз или могущий заполнить целый воз, т. е. огромный ([[λίθος]] Xen., Arst., Dem., Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμαξιαῖος''': -α, -ον, [[ἀρκούντως]] [[μέγας]] [[ὥστε]] νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, [[λίθος]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν [[ἅμαξα]], οὐκ [[ἄνθρωπος]] ἢ [[ὑποζύγιον]], Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32).
|lstext='''ἁμαξιαῖος''': -α, -ον, [[ἀρκούντως]] [[μέγας]] [[ὥστε]] νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, [[λίθος]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν [[ἅμαξα]], οὐκ [[ἄνθρωπος]] ἢ [[ὑποζύγιον]], Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁμαξιαῖος]] και -ξαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ιαῖος</i>, ο δε τ. [[ἁμαξαῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁμαξιαῖος:''' -α, -ον ([[ἅμαξα]]), [[μεγάλος]] αρκετά ώστε να φορτώσει ολόκληρη [[άμαξα]], [[λίθος]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἅμαξα]]<br />[[large]] [[enough]] to [[load]] a wagon, [[λίθος]] Xen., etc.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξιαῖος Medium diacritics: ἁμαξιαῖος Low diacritics: αμαξιαίος Capitals: ΑΜΑΞΙΑΙΟΣ
Transliteration A: hamaxiaîos Transliteration B: hamaxiaios Transliteration C: amaksiaios Beta Code: a(maciai=os

English (LSJ)

α, ον, large enough to load a wagon, λίθος X.HG2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph. 38, cf.IG22.463.45, Ἐφ.Ἀρχ. 1895.59: metaph., ἁ. ῥῆμα of big words, Com.Adesp.836; ἁ. χρήματα money in cart-loads, ib.835.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
como para cargar un carro λίθος X.HG 2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph.38.6, IG 22.463.45 (IV a.C.), cf. 12.313.97 (V a.C.), γόγγροι Eudox.Fr.318, ἁ. χρήματα dinero a carretadas, Com.Adesp.835
fig. ἁμαξιαῖα ῥήματα palabras de una carretada e.d. muy largas Polyzel.6A, Canthar.6B, Diogenian.1.3.41.

German (Pape)

[Seite 115] α, ον, so groß, daß zum Fortschaffen, in Wagen nöthig ist, λίθοι Xen. An. 4, 2, 3; Hell. 2, 4. 27; vgl. Diphil. Ath. IV, 165 f, γρήματα B. A. 24. ῥήματα Diogen. 3, 41, = μεγάλα κομπάσματα: γόγγροι Ath. VII. 288 c.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
énorme, litt. qui ferait la charge d'un chariot.
Étymologie: ἅμαξα.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξιαῖος: величиною с воз или могущий заполнить целый воз, т. е. огромный (λίθος Xen., Arst., Dem., Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξιαῖος: -α, -ον, ἀρκούντως μέγας ὥστε νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, λίθος Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν ἅμαξα, οὐκ ἄνθρωποςὑποζύγιον, Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32).

Greek Monolingual

ἁμαξιαῖος και -ξαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν άμαξα
2. φρ. «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ιαῖος, ο δε τ. ἁμαξαῖος < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

ἁμαξιαῖος: -α, -ον (ἅμαξα), μεγάλος αρκετά ώστε να φορτώσει ολόκληρη άμαξα, λίθος, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

ἅμαξα
large enough to load a wagon, λίθος Xen., etc.