θαλάμιος: Difference between revisions

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
(6_4)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1181.png Seite 1181]] 1) = [[θαλαμίτης]], Thuc. 4, 32; Hesych. erkl. ὁ κατωτάτω ἐρέσσων ἐν τῇ νηΐ; nach Arcad. 40, 13 [[θαλαμιός]] zu accentuiren; App. B. C. 5, 107 ist οἱ θαλαμίαι in θαλαμῖται zu ändern. – 2) ἡ θαλαμία; sc. [[κώπη]], das Ruder des [[θαλαμίτης]], das kürzeste auf dem Schiffe, was substantivisch gebraucht wird, wenn Ar. Ach. 527 θαλαμιῶν τροπουμένων richtig accentuirt ist, wie auch Hesych. θαλαμίαι κῶπαι αἱ κατωτάτω, richtiger sowohl θαλαμίων, als θαλάμιαι, s. jedoch nachher; – das Loch im Schiffsbord, durch welches dies Ruder gesteckt wird, Schol. Ar. Ran. 1072 ἡ θαλαμία ὀπή, δι' ἧς ἐξέρχεται ἡ [[κώπη]]; – τοῦτον δῆσαι διὰ θαλαμίης διελόντας τῆς [[νεός]] Her. 5, 33; Ar. Pax 1198 διεὶς τὴν χεῖρα διὰ τῆς [[θαλαμίας]], wo Bekker nach mss. θαλαμιᾶς accentuirt, so daß ein eigenes subst. θαλαμιά anzunehmen wäre.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1181.png Seite 1181]] 1) = [[θαλαμίτης]], Thuc. 4, 32; Hesych. erkl. ὁ κατωτάτω ἐρέσσων ἐν τῇ νηΐ; nach Arcad. 40, 13 [[θαλαμιός]] zu accentuiren; App. B. C. 5, 107 ist οἱ θαλαμίαι in θαλαμῖται zu ändern. – 2) ἡ θαλαμία; sc. [[κώπη]], das Ruder des [[θαλαμίτης]], das kürzeste auf dem Schiffe, was substantivisch gebraucht wird, wenn Ar. Ach. 527 θαλαμιῶν τροπουμένων richtig accentuirt ist, wie auch Hesych. θαλαμίαι κῶπαι αἱ κατωτάτω, richtiger sowohl θαλαμίων, als θαλάμιαι, s. jedoch nachher; – das Loch im Schiffsbord, durch welches dies Ruder gesteckt wird, Schol. Ar. Ran. 1072 ἡ θαλαμία ὀπή, δι' ἧς ἐξέρχεται ἡ [[κώπη]]; – τοῦτον δῆσαι διὰ θαλαμίης διελόντας τῆς [[νεός]] Her. 5, 33; Ar. Pax 1198 διεὶς τὴν χεῖρα διὰ τῆς [[θαλαμίας]], wo Bekker nach mss. θαλαμιᾶς accentuirt, so daß ein eigenes subst. θαλαμιά anzunehmen wäre.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />du rang inférieur de rames;<br /><i>subst.</i><br /><b>1</b> ὁ [[θαλάμιος]] <i>c.</i> [[θαλαμίτης]];<br /><b>2</b> ἡ [[θαλαμία]] ([[ὀπή]]) HDT sabord de nage <i>ou</i> trou par où passe la rame du rang inférieur.<br />'''Étymologie:''' [[θάλαμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰλάμιος''': -α, -ον, (κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 40. 13, θαλαμιός, ά, όν), τοῦ θαλάμου ἢ ἀνήκων εἰς [[θάλαμον]]· ― ὡς οὐσιαστ., Ι. [[θαλάμιος]], ὁ, = [[θαλαμίτης]], Θουκ. 4. 32. ΙΙ. θαλαμιά, Ἰων. -ιὴ (ἐξυπακ. τοῦ [[κώπη]]), ἡ, ἡ [[κώπη]] τοῦ θαλαμίτου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 553. 2) (ἐξυπακ. τοῦ ὀπὴ) ἡ ἐν τῇ πλευρᾷ τοῦ πλοίου ὀπή, δι’ ἧς ἐξήρχετο καὶ ἐν ᾗ ἐκινεῖτο ἡ [[κώπη]] τοῦ θαλαμίτου, διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα, θεῖναί τινα ἐν τῇ ὀπῇ [[ταύτῃ]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] ἡ μὲν κεφαλὴ νὰ εἶνε ἔξω, τὸ δὲ [[σῶμα]] ἔσω, Ἡρόδ. 5. 33· οὕτω μεταφ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1232.
|lstext='''θᾰλάμιος''': -α, -ον, (κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 40. 13, θαλαμιός, ά, όν), τοῦ θαλάμου ἢ ἀνήκων εἰς [[θάλαμον]]· ― ὡς οὐσιαστ., Ι. [[θαλάμιος]], ὁ, = [[θαλαμίτης]], Θουκ. 4. 32. ΙΙ. θαλαμιά, Ἰων. -ιὴ (ἐξυπακ. τοῦ [[κώπη]]), ἡ, ἡ [[κώπη]] τοῦ θαλαμίτου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 553. 2) (ἐξυπακ. τοῦ ὀπὴ) ἡ ἐν τῇ πλευρᾷ τοῦ πλοίου ὀπή, δι’ ἧς ἐξήρχετο καὶ ἐν ᾗ ἐκινεῖτο ἡ [[κώπη]] τοῦ θαλαμίτου, διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα, θεῖναί τινα ἐν τῇ ὀπῇ [[ταύτῃ]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] ἡ μὲν κεφαλὴ νὰ εἶνε ἔξω, τὸ δὲ [[σῶμα]] ἔσω, Ἡρόδ. 5. 33· οὕτω μεταφ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1232.
}}
{{elru
|elrutext='''θᾰλάμιος:''' и θᾰλᾰμιός ὁ Thuc. = [[θαλάμαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 1 October 2022

German (Pape)

[Seite 1181] 1) = θαλαμίτης, Thuc. 4, 32; Hesych. erkl. ὁ κατωτάτω ἐρέσσων ἐν τῇ νηΐ; nach Arcad. 40, 13 θαλαμιός zu accentuiren; App. B. C. 5, 107 ist οἱ θαλαμίαι in θαλαμῖται zu ändern. – 2) ἡ θαλαμία; sc. κώπη, das Ruder des θαλαμίτης, das kürzeste auf dem Schiffe, was substantivisch gebraucht wird, wenn Ar. Ach. 527 θαλαμιῶν τροπουμένων richtig accentuirt ist, wie auch Hesych. θαλαμίαι κῶπαι αἱ κατωτάτω, richtiger sowohl θαλαμίων, als θαλάμιαι, s. jedoch nachher; – das Loch im Schiffsbord, durch welches dies Ruder gesteckt wird, Schol. Ar. Ran. 1072 ἡ θαλαμία ὀπή, δι' ἧς ἐξέρχεται ἡ κώπη; – τοῦτον δῆσαι διὰ θαλαμίης διελόντας τῆς νεός Her. 5, 33; Ar. Pax 1198 διεὶς τὴν χεῖρα διὰ τῆς θαλαμίας, wo Bekker nach mss. θαλαμιᾶς accentuirt, so daß ein eigenes subst. θαλαμιά anzunehmen wäre.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
du rang inférieur de rames;
subst.
1θαλάμιος c. θαλαμίτης;
2θαλαμία (ὀπή) HDT sabord de nage ou trou par où passe la rame du rang inférieur.
Étymologie: θάλαμος.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλάμιος: -α, -ον, (κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 40. 13, θαλαμιός, ά, όν), τοῦ θαλάμου ἢ ἀνήκων εἰς θάλαμον· ― ὡς οὐσιαστ., Ι. θαλάμιος, ὁ, = θαλαμίτης, Θουκ. 4. 32. ΙΙ. θαλαμιά, Ἰων. -ιὴ (ἐξυπακ. τοῦ κώπη), ἡ, ἡ κώπη τοῦ θαλαμίτου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 553. 2) (ἐξυπακ. τοῦ ὀπὴ) ἡ ἐν τῇ πλευρᾷ τοῦ πλοίου ὀπή, δι’ ἧς ἐξήρχετο καὶ ἐν ᾗ ἐκινεῖτο ἡ κώπη τοῦ θαλαμίτου, διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα, θεῖναί τινα ἐν τῇ ὀπῇ ταύτῃ οὕτως ὥστε ἡ μὲν κεφαλὴ νὰ εἶνε ἔξω, τὸ δὲ σῶμα ἔσω, Ἡρόδ. 5. 33· οὕτω μεταφ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1232.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλάμιος: и θᾰλᾰμιός ὁ Thuc. = θαλάμαξ.