λεπιδοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lepidoeidis
|Transliteration C=lepidoeidis
|Beta Code=lepidoeidh/s
|Beta Code=lepidoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like scales</b>, of bones, Gal.2.713; <b class="b3">λ. προσκολλήματα</b>, of sutures, <span class="bibl">Id.<span class="title">UP</span>9.18</span>.</span>
|Definition=λεπιδοειδές, [[like scales]], of bones, Gal.2.713; <b class="b3">λ. προσκολλήματα</b>, of sutures, Id.''UP''9.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπῐδοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς λεπίδας ἢ «λέπ~ια», Γαλην. τ. 4, σ. 188.
|lstext='''λεπῐδοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς λεπίδας ἢ «λέπ~ια», Γαλην. τ. 4, σ. 188.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λεπιδοειδής]], -ές) [[λεπίς]]<br />αυτός που μοιάζει με [[λεπίδα]] ή με [[λέπι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «λεπιδοειδές [[οστό]]» — το [[τμήμα]] του κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται [[μεταξύ]] σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο [[κροταφίτης]] μυς.
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῐδοειδής Medium diacritics: λεπιδοειδής Low diacritics: λεπιδοειδής Capitals: ΛΕΠΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lepidoeidḗs Transliteration B: lepidoeidēs Transliteration C: lepidoeidis Beta Code: lepidoeidh/s

English (LSJ)

λεπιδοειδές, like scales, of bones, Gal.2.713; λ. προσκολλήματα, of sutures, Id.UP9.18.

German (Pape)

[Seite 29] ές, schuppenförmig, -artig; Galen.; Poll. 2, 37.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῐδοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λεπίδας ἢ «λέπ~ια», Γαλην. τ. 4, σ. 188.

Greek Monolingual

-ές (Α λεπιδοειδής, -ές) λεπίς
αυτός που μοιάζει με λεπίδα ή με λέπι
νεοελλ.
φρ. «λεπιδοειδές οστό» — το τμήμα του κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται μεταξύ σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο κροταφίτης μυς.