ἐπαίτησις: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(6_8)
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἐπαίτησις
|Medium diacritics=ἐπαίτησις
|Low diacritics=επαίτησις
|Capitals=ΕΠΑΙΤΗΣΙΣ
|Transliteration A=epaítēsis
|Transliteration B=epaitēsis
|Transliteration C=epaitisis
|Beta Code=e)pai/thsis
|Definition=-εως, ἡ, [[begging]], [[LXX]] Si. 40.28, 30.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0896.png Seite 896]] ἡ, das Fordern, Betteln, Sp., wie D. Hal. rhet. 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0896.png Seite 896]] ἡ, das Fordern, Betteln, Sp., wie D. Hal. rhet. 13.
Line 4: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαίτησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπαιτεῖν, [[τέκνον]] ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃς Ἑβδ. (Σειράχ. Μ΄, 28, 30), Ὠριγέν. ΙΙΙ. 1413C. Παρὰ Διον. Ἁλ. ἐν Τέχνῃ Ρητ. 13, σ. 362· 9 ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως φαίνεται [[ἀσαφής]]· [[ἴσως]] νὰ σημαίνῃ αἴτησιν, ἀλλὰ πιθανὸν νὰ [[εἶναι]] τὸ [[χωρίον]] ἐφθαρμένον.
|lstext='''ἐπαίτησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπαιτεῖν, [[τέκνον]] ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃς Ἑβδ. (Σειράχ. Μ΄, 28, 30), Ὠριγέν. ΙΙΙ. 1413C. Παρὰ Διον. Ἁλ. ἐν Τέχνῃ Ρητ. 13, σ. 362· 9 ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως φαίνεται [[ἀσαφής]]· [[ἴσως]] νὰ σημαίνῃ αἴτησιν, ἀλλὰ πιθανὸν νὰ [[εἶναι]] τὸ [[χωρίον]] ἐφθαρμένον.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαίτησις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[επαιτεία]]<br /><b>2.</b> [[αίτηση]], [[αίτημα]].
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαίτησις Medium diacritics: ἐπαίτησις Low diacritics: επαίτησις Capitals: ΕΠΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: epaítēsis Transliteration B: epaitēsis Transliteration C: epaitisis Beta Code: e)pai/thsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, begging, LXX Si. 40.28, 30.

German (Pape)

[Seite 896] ἡ, das Fordern, Betteln, Sp., wie D. Hal. rhet. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπαιτεῖν, τέκνον ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃς Ἑβδ. (Σειράχ. Μ΄, 28, 30), Ὠριγέν. ΙΙΙ. 1413C. Παρὰ Διον. Ἁλ. ἐν Τέχνῃ Ρητ. 13, σ. 362· 9 ἡ σημασία τῆς λέξεως φαίνεται ἀσαφής· ἴσως νὰ σημαίνῃ αἴτησιν, ἀλλὰ πιθανὸν νὰ εἶναι τὸ χωρίον ἐφθαρμένον.

Greek Monolingual

ἐπαίτησις, η (Α)
1. επαιτεία
2. αίτηση, αίτημα.