ἔκταμα: Difference between revisions

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ektama
|Transliteration C=ektama
|Beta Code=e)/ktama
|Beta Code=e)/ktama
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">extent, length</b>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>2</span>, Suid.s.v. [[πῆχυς]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> gloss on [[ὄρεγμα]], Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>308</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[extent]], [[length]], Sch.Ar.''Nu.''2, Suid.s.v. [[πῆχυς]].<br><span class="bld">2</span> ''Glossaria'' on [[ὄρεγμα]], Sch.E.''Ph.''308.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> concr. [[pieza extendida]] τὸ ἐκτείνεσθαι τὸν οὐρανὸν ὥσπερ τι ἔ. ἐν χερσὶ τεχνίτου como explicación de un texto bíbl., Ath.Al.M.27.436B.<br /><b class="num">2</b> abstr. [[extensión]] c. valor espacial τὸ ἔ. τοῦ ἑνὸς τοίχου στάδιοι ιγ <i>Cat.Gen</i>.839, <i>Iubil</i>.y (p.88), τὸ ἔ. ... τῆς παρειᾶς glosa a παρηίδων τ' ὄρεγμα Sch.E.<i>Ph</i>.307, cf. Sch.Er.<i>Il</i>.19.267c, Sud.s.u. πῆχυς<br /><b class="num">•</b>c. valor temp., Sch.Ar.<i>Nu</i>.2c.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκτᾰμα''': τό, [[ἔκτασις]], [[μῆκος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 2.
|lstext='''ἔκτᾰμα''': τό, [[ἔκτασις]], [[μῆκος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 2.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἔκταμα]])<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[εκτείνω]], η [[έκταση]], το [[μήκος]] [[κατά]] το οποίο εκτείνεται [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> το [[μήκος]] που έχει η [[αλυσίδα]] της άγκυρας του πλοίου, [[αλλιώς]] [[κάθεμα]], κν. [[καλούμο]].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτᾰμα Medium diacritics: ἔκταμα Low diacritics: έκταμα Capitals: ΕΚΤΑΜΑ
Transliteration A: éktama Transliteration B: ektama Transliteration C: ektama Beta Code: e)/ktama

English (LSJ)

-ατος, τό,
A extent, length, Sch.Ar.Nu.2, Suid.s.v. πῆχυς.
2 Glossaria on ὄρεγμα, Sch.E.Ph.308.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 concr. pieza extendida τὸ ἐκτείνεσθαι τὸν οὐρανὸν ὥσπερ τι ἔ. ἐν χερσὶ τεχνίτου como explicación de un texto bíbl., Ath.Al.M.27.436B.
2 abstr. extensión c. valor espacial τὸ ἔ. τοῦ ἑνὸς τοίχου στάδιοι ιγ Cat.Gen.839, Iubil.y (p.88), τὸ ἔ. ... τῆς παρειᾶς glosa a παρηίδων τ' ὄρεγμα Sch.E.Ph.307, cf. Sch.Er.Il.19.267c, Sud.s.u. πῆχυς
c. valor temp., Sch.Ar.Nu.2c.

German (Pape)

[Seite 779] τό, das Ausgedehnte, die Ausdehnung, Schol. Ar. Nubb. 2 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτᾰμα: τό, ἔκτασις, μῆκος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 2.

Greek Monolingual

το (Α ἔκταμα)
το αποτέλεσμα του εκτείνω, η έκταση, το μήκος κατά το οποίο εκτείνεται κάτι
νεοελλ.
ναυτ. το μήκος που έχει η αλυσίδα της άγκυρας του πλοίου, αλλιώς κάθεμα, κν. καλούμο.