ἱεροτελεστία: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
(CSV import)
 
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ierotelestia
|Transliteration C=ierotelestia
|Beta Code=i(erotelesti/a
|Beta Code=i(erotelesti/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">solemnization of sacred rites</b>, interpol. in Suid. s.v. [[ἁγίασμα]].</span>
|Definition=ἡ, [[solemnization of sacred rites]], interpol. in Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἁγίασμα]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] ἡ, Einweihung in einen Gottesdienst, VLL. erkl. so [[ἁγιστεία]].
}}
{{ls
|lstext='''ἱεροτελεστία''': ἡ, ἡ τέλεσις ἱερῶν τελετῶν, «ἀγιστεία δὲ ἡ [[ἱεροτελεστία]]» Σουΐδ. ἐν λ. [[ἁγίασμα]], Σωφρόν. 3985Β, = [[ἱερολογία]], Λέοντ. Νεαρ. 211.
}}
{{grml
|mltxt=η (Μ [[ἱεροτελεστία]]) [[ιεροτελεστής]]<br />[[τέλεση]] θρησκευτικής [[τελετής]], [[τελετουργία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ιερολογία]]<br /><b>2.</b> η [[μύηση]] στα θρησκευτικά μυστήρια, στα ιερά πράγματα.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροτελεστία Medium diacritics: ἱεροτελεστία Low diacritics: ιεροτελεστία Capitals: ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ
Transliteration A: hierotelestía Transliteration B: hierotelestia Transliteration C: ierotelestia Beta Code: i(erotelesti/a

English (LSJ)

ἡ, solemnization of sacred rites, interpol. in Suid. s.v. ἁγίασμα.

German (Pape)

[Seite 1243] ἡ, Einweihung in einen Gottesdienst, VLL. erkl. so ἁγιστεία.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροτελεστία: ἡ, ἡ τέλεσις ἱερῶν τελετῶν, «ἀγιστεία δὲ ἡ ἱεροτελεστία» Σουΐδ. ἐν λ. ἁγίασμα, Σωφρόν. 3985Β, = ἱερολογία, Λέοντ. Νεαρ. 211.

Greek Monolingual

η (Μ ἱεροτελεστία) ιεροτελεστής
τέλεση θρησκευτικής τελετής, τελετουργία
μσν.
1. ιερολογία
2. η μύηση στα θρησκευτικά μυστήρια, στα ιερά πράγματα.