ἱερολογία

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερολογία Medium diacritics: ἱερολογία Low diacritics: ιερολογία Capitals: ΙΕΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: hierología Transliteration B: hierologia Transliteration C: ierologia Beta Code: i(erologi/a

English (LSJ)

Ion. ἱρολογίη, ἡ, mystical language, Luc.Astr.10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ion. ἱρολογίη;
langage sacré ou mystique.
Étymologie: ἱερός, λόγος.

German (Pape)

ἡ, das Sprechen von heiligen Dingen od. heiliger Worte, Sp.; bei Luc. astrol. 10 in ion. Form ἱρολογίη.

Russian (Dvoretsky)

ἱερολογία: ион. ἱρολογίηсакральная речь, священный язык (γοητεία καὶ ἱ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱερολογία: Ἰων. ἱρολογίη, ἡ, ὁμιλία, λόγος περὶ ἱερῶν πραγμάτων, Λουκ. Ἀστρολ. 10, Συνέσ. 1272C, Διον. Ἀρεοπ. 92Α, 377Α, 429C. ΙΙ. ἡ τέλεσις τῆς εὐλογίας τοῦ γάμου, = στεφάνωμα, Νικηφ. Κωνστ/πόλεως 860Α, Λεόντ. Νεαραὶ 211, Κεδρην. ΙΙ. 505, 21, κτλ.

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ ἱερολογία, Α ιων. τ. ἱρολογίη) ιερολόγος
(νεοελλ.-μσν.) ιεροτελεστία, η θρησκευτική τελετή, τα κείμενα τών αναγνωσμάτων, ψαλμάτων και ευχών κατά την τέλεση μυστηρίου
μσν.-αρχ.
1. ομιλία περί θρησκευτικών θεμάτων
2. ιερά λόγια, προσευχές.

Greek Monotonic

ἱερολογία: Ιων. ἱρολογίη, ἡ (λόγος), αποκρυφιστική ή ιερή γλώσσα, λόγος για ιερά πράγματα, σε Λουκ.

Middle Liddell

λόγος
sacred or mystical language, Luc.