ἴκμη: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ikmi | |Transliteration C=ikmi | ||
|Beta Code=i)/kmh | |Beta Code=i)/kmh | ||
|Definition=ἡ, (ἰκμάς) | |Definition=ἡ, ([[ἰκμάς]]) a [[plant growing in moist places]], [[duckweed]], [[Lemna minor]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.10.1. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1248.png Seite 1248]] ἡ, eine an feuchten Orten wachsende Pflanze, Theophr. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἴκμη''': ἡ, ([[ἰκμάς]]) φυτὸν φυόμενον ἐν ὑγροῖς τόποις, ἰδίως ἐν τῇ λίμνῃ τῇ περὶ τὸν Ὀρχομενόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1.- Καθ, Ἡσύχ.: «[[ἴκμη]]· [[φυτόν]] τι γινόμενον περὶ τὸν Ὀρχομενόν». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἴκμη]], ἡ (Α)<br />το υδρόβιο [[φυτό]] που [[είναι]] γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[λέμνα]] η [[ελάσσων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ἰκμαίνω]], με υποχωρητ. σχηματισμό]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (ἰκμάς) a plant growing in moist places, duckweed, Lemna minor, Thphr. HP 4.10.1.
German (Pape)
[Seite 1248] ἡ, eine an feuchten Orten wachsende Pflanze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἴκμη: ἡ, (ἰκμάς) φυτὸν φυόμενον ἐν ὑγροῖς τόποις, ἰδίως ἐν τῇ λίμνῃ τῇ περὶ τὸν Ὀρχομενόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1.- Καθ, Ἡσύχ.: «ἴκμη· φυτόν τι γινόμενον περὶ τὸν Ὀρχομενόν».
Greek Monolingual
ἴκμη, ἡ (Α)
το υδρόβιο φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία λέμνα η ελάσσων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἰκμαίνω, με υποχωρητ. σχηματισμό].