ἐξηγητικός: Difference between revisions
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
(Bailly1_2) |
mNo edit summary |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksigitikos | |Transliteration C=eksigitikos | ||
|Beta Code=e)chghtiko/s | |Beta Code=e)chghtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐξηγητική, ἐξηγητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of narrative]] or [[for narrative]], Diom. p.428K.: Comp. Adv. [[ἐξηγητικώτερον]] Antig.''Mir.''60.<br><span class="bld">2</span> [[explanatory]], Hermog.''Id.''1.6, Alex. Aphr. ''in Metaph.''358.13, S.E. ''M.''9.132, etc. Adv. [[ἐξηγητικῶς]] = [[in the form of a narrative]], [[in an explanatory way]], ib.7.28.<br><span class="bld">II</span> [[ἐξηγητικά]] (''[[sc.]]'' [[βιβλία]]), τά, title of work on religious rites by [[Anticlides]], Plu.''Nic.''23: [[ἐξηγητικόν]], τό, work by [[Timosthenes]], Sch.A.R.3.847. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0880.png Seite 880]] ή, όν, erklärend, auslegend, Schol. oft; Plut. Nic. 23 u. sonst τὰ ἐξηγητικά, Bücher um Erklären der Wunderzeichen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0880.png Seite 880]] ή, όν, [[erklärend]], [[auslegend]], Schol. oft; Plut. Nic. 23 u. sonst [[τὰ ἐξηγητικά]], [[Bücher um Erklären der Wunderzeichen]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[propre à raconter]] <i>ou</i> [[propre à expliquer]] : [[τὰ ἐξηγητικά]] (βιβλία) PLUT [[traités de l'interprétation des songes]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξηγέομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξηγητικός:''' [[разъясняющий]], [[истолковывающий]] Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξηγητικός''': -ή, -όν, ὁ περὶ τὴν ἐξήγησιν, [[ἑρμηνευτικός]], περ’ τῶν μερῶν τῆς γραμματικῆς, Α. Β. 659, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 847. ΙΙ ἐξηγητικὰ (ἐνν. βιβλία), τά, βιβλία περὶ ἑρμηνείας οἰωνῶν, Πλουτ. Νικ. 23: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἑρμηνευτικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 28. | |lstext='''ἐξηγητικός''': -ή, -όν, ὁ περὶ τὴν ἐξήγησιν, [[ἑρμηνευτικός]], περ’ τῶν μερῶν τῆς γραμματικῆς, Α. Β. 659, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 847. ΙΙ ἐξηγητικὰ (ἐνν. βιβλία), τά, βιβλία περὶ ἑρμηνείας οἰωνῶν, Πλουτ. Νικ. 23: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἑρμηνευτικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 28. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξηγητικός]], -ή, -όν) [[εξηγητής]]<br />[[ερμηνευτικός]], [[διασαφητικός]] («εξηγητικά σχόλια»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διήγηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξηγητικός:''' -ή, -όν, [[ερμηνευτικός]], σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐξηγητικός]], ή, όν<br />of or for [[interpretation]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:22, 16 November 2024
English (LSJ)
ἐξηγητική, ἐξηγητικόν,
A of narrative or for narrative, Diom. p.428K.: Comp. Adv. ἐξηγητικώτερον Antig.Mir.60.
2 explanatory, Hermog.Id.1.6, Alex. Aphr. in Metaph.358.13, S.E. M.9.132, etc. Adv. ἐξηγητικῶς = in the form of a narrative, in an explanatory way, ib.7.28.
II ἐξηγητικά (sc. βιβλία), τά, title of work on religious rites by Anticlides, Plu.Nic.23: ἐξηγητικόν, τό, work by Timosthenes, Sch.A.R.3.847.
German (Pape)
[Seite 880] ή, όν, erklärend, auslegend, Schol. oft; Plut. Nic. 23 u. sonst τὰ ἐξηγητικά, Bücher um Erklären der Wunderzeichen.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à raconter ou propre à expliquer : τὰ ἐξηγητικά (βιβλία) PLUT traités de l'interprétation des songes.
Étymologie: ἐξηγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξηγητικός: разъясняющий, истолковывающий Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξηγητικός: -ή, -όν, ὁ περὶ τὴν ἐξήγησιν, ἑρμηνευτικός, περ’ τῶν μερῶν τῆς γραμματικῆς, Α. Β. 659, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 847. ΙΙ ἐξηγητικὰ (ἐνν. βιβλία), τά, βιβλία περὶ ἑρμηνείας οἰωνῶν, Πλουτ. Νικ. 23: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἑρμηνευτικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 28.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐξηγητικός, -ή, -όν) εξηγητής
ερμηνευτικός, διασαφητικός («εξηγητικά σχόλια»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διήγηση.
Greek Monotonic
ἐξηγητικός: -ή, -όν, ερμηνευτικός, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐξηγητικός, ή, όν
of or for interpretation, Plut.