ὀξύπους: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksypous
|Transliteration C=oksypous
|Beta Code=o)cu/pous
|Beta Code=o)cu/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, <b class="b2">swift-footed</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1550</span> (troch.).</span>
|Definition=ὁ, ἡ, [[ὀξύπουν]], τό, [[swift-footed]], [[swift of foot]], [[swift-running]], [[fleet-footed]], [[fleet of foot]], [[light-legged]], E.Or.1550 (troch.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] ποδος, schnellfüßig, Eur. Or. 1550. Bei B. A. 442 Erkl. von [[ἀργίπους]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] ποδος, schnellfüßig, Eur. Or. 1550. Bei B. A. 442 Erkl. von [[ἀργίπους]].
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ύποδος<br />[[aux pieds agiles]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξύπους:''' 2, gen. ποδος быстроногий, поспешающий: δόμων [[πέλας]] ὀ. Eur. торопливо приближающийся к дому.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξύπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ταχεῖς πόδας, [[ὠκύπους]], Εὐρ. Ὀρ. 1550.
|lstext='''ὀξύπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ταχεῖς πόδας, [[ὠκύπους]], Εὐρ. Ὀρ. 1550.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ύποδος<br />aux pieds agiles.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πούς]].
|mltxt=-ουν (Α [[ὀξύπους]], -ουν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών σταφυλινιδών, που περιλαμβάνει [[μικρόσωμα]] είδη του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βαδίζει [[γρήγορα]], [[ταχύπους]], [[γοργοπόδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[ταχύπους]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀξύπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[γρήγορα]] πόδια, που τρέχει με [[ταχύτητα]], [[γοργοπόδαρος]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀξύ-πους,<br />[[swift]]-footed, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύπους Medium diacritics: ὀξύπους Low diacritics: οξύπους Capitals: ΟΞΥΠΟΥΣ
Transliteration A: oxýpous Transliteration B: oxypous Transliteration C: oksypous Beta Code: o)cu/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ὀξύπουν, τό, swift-footed, swift of foot, swift-running, fleet-footed, fleet of foot, light-legged, E.Or.1550 (troch.).

German (Pape)

[Seite 353] ποδος, schnellfüßig, Eur. Or. 1550. Bei B. A. 442 Erkl. von ἀργίπους.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ύποδος
aux pieds agiles.
Étymologie: ὀξύς, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύπους: 2, gen. ποδος быстроногий, поспешающий: δόμων πέλας ὀ. Eur. торопливо приближающийся к дому.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ταχεῖς πόδας, ὠκύπους, Εὐρ. Ὀρ. 1550.

Greek Monolingual

-ουν (Α ὀξύπους, -ουν)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών σταφυλινιδών, που περιλαμβάνει μικρόσωμα είδη του βόρειου ημισφαιρίου
αρχ.
αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχύπους, γοργοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + πούς (πρβλ. ταχύπους)].

Greek Monotonic

ὀξύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει γρήγορα πόδια, που τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀξύ-πους,
swift-footed, Eur.