περικεφάλαιος: Difference between revisions
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(Bailly1_4) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perikefalaios | |Transliteration C=perikefalaios | ||
|Beta Code=perikefa/laios | |Beta Code=perikefa/laios | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[round the head]]: hence,<br><span class="bld">II</span> Subst. [[περικεφαλαία]], ἡ, [[covering for the head]], [[helmet]], [[cap]], Call.Com.1 D., Aen. Tact.24.6, ''PPetr.''3p.328 (iii B. C.), etc.; π. σιδηρᾶ περιηργυρωμένη ''IG'' 11(2).161 ''B''77 (Delos, iii B. C.), cf. 22.1478.16, 12(5).647.30 (Ceos), Plb.3.71.4, J.''AJ''6.9.4, Antyll. ap. Orib.6.36.3.<br><span class="bld">b</span> [[wig]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> [[disorder of the oak]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.8.7.<br><span class="bld">3</span> in a ship, = [[ὁ στόλος ὑπὲρ τὴν στεῖραν]], Poll.1.86, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.13.4.<br><span class="bld">4</span> name of a [[bandage]], Sor.''Fasc.''24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] um den Kopf gehend, gebunden, Sp. Davon als subst. ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung, Helm, Pol. 3, 71, 4 u. öfter, u. a. Sp.; auch τὸ περικεφάλαιον, Pol. 6, 22, 3. Bei Poll. 1, 86 ist ἡ περικεφαλαία ein | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] um den Kopf gehend, gebunden, Sp. Davon als subst. ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung, Helm, Pol. 3, 71, 4 u. öfter, u. a. Sp.; auch τὸ περικεφάλαιον, Pol. 6, 22, 3. Bei Poll. 1, 86 ist ἡ περικεφαλαία ein Teil am Schiffe. – Bei Theophr. ist τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui entoure la tête :<br /><b>I.</b> ἡ περικεφαλαία :<br /><b>1</b> [[casque]];<br /><b>2</b> partie de la quille d'un navire (<i>cf.</i> [[παρεμβολίς]]);<br /><b>II.</b> τὸ περικεφάλαιον casque.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κεφαλή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικεφάλαιος''': -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· [[ὅθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, [[κράνος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) [[νόσος]] τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) [[μέρος]] τῆς πρῴρας πλοίου, | |lstext='''περικεφάλαιος''': -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· [[ὅθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, [[κράνος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) [[νόσος]] τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) [[μέρος]] τῆς πρῴρας πλοίου, Πολυδ. Α΄, 86. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-αία, -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται [[γύρω]] από το [[κεφάλι]], που περιβάλλει την [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[περικεφαλαία]]<br /><b>βλ.</b> [[περικεφαλαία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[περικεφάλαιον]]<br />η [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κεφάλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 10 April 2024
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A round the head: hence,
II Subst. περικεφαλαία, ἡ, covering for the head, helmet, cap, Call.Com.1 D., Aen. Tact.24.6, PPetr.3p.328 (iii B. C.), etc.; π. σιδηρᾶ περιηργυρωμένη IG 11(2).161 B77 (Delos, iii B. C.), cf. 22.1478.16, 12(5).647.30 (Ceos), Plb.3.71.4, J.AJ6.9.4, Antyll. ap. Orib.6.36.3.
b wig, Hsch.
2 disorder of the oak, Thphr. HP 3.8.7.
3 in a ship, = ὁ στόλος ὑπὲρ τὴν στεῖραν, Poll.1.86, cf. Thphr. HP 3.13.4.
4 name of a bandage, Sor.Fasc.24.
German (Pape)
[Seite 579] um den Kopf gehend, gebunden, Sp. Davon als subst. ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung, Helm, Pol. 3, 71, 4 u. öfter, u. a. Sp.; auch τὸ περικεφάλαιον, Pol. 6, 22, 3. Bei Poll. 1, 86 ist ἡ περικεφαλαία ein Teil am Schiffe. – Bei Theophr. ist τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui entoure la tête :
I. ἡ περικεφαλαία :
1 casque;
2 partie de la quille d'un navire (cf. παρεμβολίς);
II. τὸ περικεφάλαιον casque.
Étymologie: περί, κεφαλή.
Greek (Liddell-Scott)
περικεφάλαιος: -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· ὅθεν, ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κράνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· ὡσαύτως περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) νόσος τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) μέρος τῆς πρῴρας πλοίου, Πολυδ. Α΄, 86.
Greek Monolingual
-αία, -ον, ΜΑ
1. αυτός που τοποθετείται γύρω από το κεφάλι, που περιβάλλει την κεφαλή
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περικεφαλαία
βλ. περικεφαλαία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ περικεφάλαιον
η περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κεφάλαιος (< κεφαλή)].