Συρηκούσιος: Difference between revisions
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
(Bailly1_5) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i> | |btext=α, ον :<br /><i>dor. et anc. att.</i><br />[[de Syracuse]] ; ἡ [[Συρακοσία]] le [[territoire de Syracuse]].<br />'''Étymologie:''' [[Συράκουσαι]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>Σῠρᾱκόσιος</b> [[Syracusan]] Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα (O. 1.23) τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ [[πάρεστι]] Συρακοσίῳ (O. 6.18) pl. pro subs., Συρακοσίων ἀρχῷ (P. 1.73) | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Σῡρᾱκούσιος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[Συρηκούσιος|Σῠρηκούσιος]] 3 [[сиракузский]] Her., Dem.<br /><b class="num">II</b> [[Συρακούσιος|Σῠρᾱκούσιος]] ион. Σῠρηκούσιος ὁ [[сиракузец]] Pind. etc. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[Συρακόσιος]], -α, -ο / [[Συρακόσιος]] και [[Συρακούσιος]], Συρακουσία, Συρακούσιον, ΝΜΑ, και ως ουσ. [[Συρακοσεύς]], Συρακοσέως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. [[Συρηκόσιος]] και [[Συρηκούσιος]] και [[Συρρακούσιος]], Συρρακουσία, Συρρακούσιον και τ. θηλ. [[Συρακοσσίς]] Α<br />[[Συράκουσαι]] / <i>[[Συράκοσαι]]</i><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατάγεται από την [[παραπάνω]] νήσο της [[Σικελία]]ς<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο Συρακουσιος</i> και <i>η Συρακουσια</i> ή <i>[[Συρακουσία]]</i><br /><i>ο</i> [[κάτοικος]] τών Συρακουσών ή αυτός που κατάγεται από τις [[Συρακούσες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[Συρακουσία]]</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Συρακουσών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[Συρακοσσίς]]</i><br />η [[γλώσσα]] τών Συρακουσίων<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[Συρακοσία τράπεζα]]» — πολυτελές [[γεύμα]] (<b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:50, 19 April 2023
French (Bailly abrégé)
α, ον :
dor. et anc. att.
de Syracuse ; ἡ Συρακοσία le territoire de Syracuse.
Étymologie: Συράκουσαι.
English (Slater)
Σῠρᾱκόσιος Syracusan Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα (O. 1.23) τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (O. 6.18) pl. pro subs., Συρακοσίων ἀρχῷ (P. 1.73)
Russian (Dvoretsky)
Σῡρᾱκούσιος:
I ион. Σῠρηκούσιος 3 сиракузский Her., Dem.
II Σῠρᾱκούσιος ион. Σῠρηκούσιος ὁ сиракузец Pind. etc.
Greek Monolingual
και Συρακόσιος, -α, -ο / Συρακόσιος και Συρακούσιος, Συρακουσία, Συρακούσιον, ΝΜΑ, και ως ουσ. Συρακοσεύς, Συρακοσέως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. Συρηκόσιος και Συρηκούσιος και Συρρακούσιος, Συρρακουσία, Συρρακούσιον και τ. θηλ. Συρακοσσίς Α
Συράκουσαι / Συράκοσαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Συρακούσες
2. (για πρόσ.) αυτός που κατάγεται από την παραπάνω νήσο της Σικελίας
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο Συρακουσιος και η Συρακουσια ή Συρακουσία
ο κάτοικος τών Συρακουσών ή αυτός που κατάγεται από τις Συρακούσες
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Συρακουσία
(ενν. χώρα) η χώρα τών Συρακουσών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Συρακοσσίς
η γλώσσα τών Συρακουσίων
3. παροιμ. φρ. «Συρακοσία τράπεζα» — πολυτελές γεύμα (Πλάτ.).