Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρηναῖος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(Bailly1_3)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krinaios
|Transliteration C=krinaios
|Beta Code=krhnai=os
|Beta Code=krhnai=os
|Definition=α, ον, (κρήνη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of, from a spring</b> or <b class="b2">fountain</b>, <b class="b3">Νύμφαι κρηναῖαι</b>, = [[Κρηνιάδες]], <span class="bibl">Od.17.240</span>; <b class="b3">κ. ὕδωρ</b> <b class="b2">spring</b> water, <span class="bibl">Hdt.4.181</span>; ποτόν <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>14</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>21</span>; νασμοί <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>225</span> (anap.); <b class="b3">γάνος</b>, i.e. the water of Dirce, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>483</span>; λιβάδες <span class="title">AP</span>9.549 (Antiphil.); K. <b class="b3">πύλαι</b> the gate <b class="b2">of Dirce</b> (v. Sch.), <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span> 1123</span>.</span>
|Definition=α, ον, ([[κρήνη]]) of, [[from a spring]] or [[fountain]], <b class="b3">Νύμφαι κρηναῖαι</b>, = [[Κρηνιάδες]], Od.17.240; <b class="b3">κ. ὕδωρ</b> [[spring]] water, [[Herodotus|Hdt.]]4.181; ποτόν S.''Tr.''14, ''Ph.''21; νασμοί E.''Hipp.''225 (anap.); [[γάνος]], i.e. the water of Dirce, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''483; λιβάδες ''AP''9.549 (Antiphil.); K. [[πύλαι]] the gate [[of Dirce]] (v. Sch.), E.''Ph.'' 1123.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[de source]], [[de fontaine]].<br />'''Étymologie:''' [[κρήνη]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρηναῖος -α -ον [κρήνη] behorend bij een bron, bron-:. κρουνοὶ... κρηναίου ποτοῦ stromen bronwater Soph. Tr. 14; Κρηναῖαι πύλαι Bronpoort (in Thebe) Eur. Phoen. 1123.
}}
{{pape
|ptext=<i>zu den [[Quellen]] [[gehörig]]</i>; Νύμφαι κρηναῖαι, [[Quellnymphen]], <i>Od</i>. 17.240, wie Aesch. frg. 159; [[γάνος]] <i>Pers</i>. 475; [[ποτόν]], Quelltrunk, Soph. <i>Tr</i>. 14, <i>Phil</i>. 21; νασμοί Eur. <i>Hipp</i>. 225; sp.D., λιβάδες Antiphil. 39 (IX.549).<br>Bei Galen. κρηναῖον [[ἔδεσμα]], <i>kalt wie frisches [[Quellwasser]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''κρηναῖος:'''<br /><b class="num">1</b> [[живущий в источнике]] (Νύμφαι Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[ключевой]] ([[ὕδωρ]] Her.; νασμοί Eur.; ὕδατα Arst.; λιβάδες Anth.): κρηναῖον [[γάνος]] Aesch. утоление, даваемое источником.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[κρήνη]]): of the [[fount]], νύμφαι, [[fountain]]-nymphs, Od. 17.240†.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α κρηναῖος και κρηνιαῖος, -αία, -ον, θηλ. και [[κρηνιάς]])<br />αυτός που προέρχεται από [[κρήνη]] («τυγχάνει δὲ καὶ [[ἄλλο]] σφι [[ὕδωρ]] κρηναῖον ἐόν», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[αγοραίος]], [[μοιραίος]]). Ο τ. [[κρηνιάς]] <span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάς</i> ([[πρβλ]]. <i>ορεστ</i>-<i>ιάς</i>, [[ποντ]]-<i>ιάς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρηναῖος:''' -α, -ον ([[κρήνη]]), προερχόμενος από [[κρήνη]] ή [[πηγή]], <i>Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· κρ. [[ὕδωρ]], το αναβλύζον από [[πηγή]] [[νερό]], σε Ηρόδ.· κρ. [[ποτόν]], σε Σοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρηναῖος''': -α, -ον, ([[κρήνη]]) ἐκ πηγῆς ἢ βρύσεως, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Ὀδ. Ρ. 240· κρ. [[ὕδωρ]], [[ὕδωρ]] πηγαῖον, ἐκ κρήνης, Ἡρόδ. 4. 181· κρ. [[ποτὸν]] Σοφ. Τρ. 14, Φιλ. 21· νασμοὶ Εὐρ. Ἱππ. 225· κρηναῖον [[γάνος]], ὃ ἐ. τὸ [[ὕδωρ]] τῆς Δίρκης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 483· οὕτω Κρ. πύλαι, αἱ πύλαι τῆς Δίρκης (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1123. II. ὡς οὐσιαστ. κρηναία, ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Αʹ, 1208, ἐκτὸς ἂν ἀντὶ τοῦ δίζετο κρηναίης, ἀναγνώσωμεν, δίζητο κρήνης.
|lstext='''κρηναῖος''': -α, -ον, ([[κρήνη]]) ἐκ πηγῆς ἢ βρύσεως, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Ὀδ. Ρ. 240· κρ. [[ὕδωρ]], [[ὕδωρ]] πηγαῖον, ἐκ κρήνης, Ἡρόδ. 4. 181· κρ. [[ποτὸν]] Σοφ. Τρ. 14, Φιλ. 21· νασμοὶ Εὐρ. Ἱππ. 225· κρηναῖον [[γάνος]], ὃ ἐ. τὸ [[ὕδωρ]] τῆς Δίρκης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 483· οὕτω Κρ. πύλαι, αἱ πύλαι τῆς Δίρκης (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1123. II. ὡς οὐσιαστ. κρηναία, ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Αʹ, 1208, ἐκτὸς ἂν ἀντὶ τοῦ δίζετο κρηναίης, ἀναγνώσωμεν, δίζητο κρήνης.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=α, ον :<br />de source, de fontaine.<br />'''Étymologie:''' [[κρήνη]].
|mdlsjtxt=[[κρηναῖος]], η, ον [[κρήνη]]<br />of, from a [[spring]] or [[fountain]], Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Od.; κρ. [[ὕδωρ]] [[spring]] [[water]], Hdt.; κρ. [[ποτόν]] Soph., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[of a fountain]], [[of a spring]]
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηναῖος Medium diacritics: κρηναῖος Low diacritics: κρηναίος Capitals: ΚΡΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: krēnaîos Transliteration B: krēnaios Transliteration C: krinaios Beta Code: krhnai=os

English (LSJ)

α, ον, (κρήνη) of, from a spring or fountain, Νύμφαι κρηναῖαι, = Κρηνιάδες, Od.17.240; κ. ὕδωρ spring water, Hdt.4.181; ποτόν S.Tr.14, Ph.21; νασμοί E.Hipp.225 (anap.); γάνος, i.e. the water of Dirce, A.Pers.483; λιβάδες AP9.549 (Antiphil.); K. πύλαι the gate of Dirce (v. Sch.), E.Ph. 1123.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de source, de fontaine.
Étymologie: κρήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρηναῖος -α -ον [κρήνη] behorend bij een bron, bron-:. κρουνοὶ... κρηναίου ποτοῦ stromen bronwater Soph. Tr. 14; Κρηναῖαι πύλαι Bronpoort (in Thebe) Eur. Phoen. 1123.

German (Pape)

zu den Quellen gehörig; Νύμφαι κρηναῖαι, Quellnymphen, Od. 17.240, wie Aesch. frg. 159; γάνος Pers. 475; ποτόν, Quelltrunk, Soph. Tr. 14, Phil. 21; νασμοί Eur. Hipp. 225; sp.D., λιβάδες Antiphil. 39 (IX.549).
Bei Galen. κρηναῖον ἔδεσμα, kalt wie frisches Quellwasser.

Russian (Dvoretsky)

κρηναῖος:
1 живущий в источнике (Νύμφαι Hom.);
2 ключевой (ὕδωρ Her.; νασμοί Eur.; ὕδατα Arst.; λιβάδες Anth.): κρηναῖον γάνος Aesch. утоление, даваемое источником.

English (Autenrieth)

(κρήνη): of the fount, νύμφαι, fountain-nymphs, Od. 17.240†.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κρηναῖος και κρηνιαῖος, -αία, -ον, θηλ. και κρηνιάς)
αυτός που προέρχεται από κρήνη («τυγχάνει δὲ καὶ ἄλλο σφι ὕδωρ κρηναῖον ἐόν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγοραίος, μοιραίος). Ο τ. κρηνιάς < κρήνη + επίθημα -ιάς (πρβλ. ορεστ-ιάς, ποντ-ιάς)].

Greek Monotonic

κρηναῖος: -α, -ον (κρήνη), προερχόμενος από κρήνη ή πηγή, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, σε Ομήρ. Οδ.· κρ. ὕδωρ, το αναβλύζον από πηγή νερό, σε Ηρόδ.· κρ. ποτόν, σε Σοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κρηναῖος: -α, -ον, (κρήνη) ἐκ πηγῆς ἢ βρύσεως, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Ὀδ. Ρ. 240· κρ. ὕδωρ, ὕδωρ πηγαῖον, ἐκ κρήνης, Ἡρόδ. 4. 181· κρ. ποτὸν Σοφ. Τρ. 14, Φιλ. 21· νασμοὶ Εὐρ. Ἱππ. 225· κρηναῖον γάνος, ὃ ἐ. τὸ ὕδωρ τῆς Δίρκης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 483· οὕτω Κρ. πύλαι, αἱ πύλαι τῆς Δίρκης (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1123. II. ὡς οὐσιαστ. κρηναία, ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Αʹ, 1208, ἐκτὸς ἂν ἀντὶ τοῦ δίζετο κρηναίης, ἀναγνώσωμεν, δίζητο κρήνης.

Middle Liddell

κρηναῖος, η, ον κρήνη
of, from a spring or fountain, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Od.; κρ. ὕδωρ spring water, Hdt.; κρ. ποτόν Soph., etc.

English (Woodhouse)

of a fountain, of a spring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)