καλλιπόταμος: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=καλλιπόταμος
|Medium diacritics=καλλιπόταμος
|Low diacritics=καλλιπόταμος
|Capitals=ΚΑΛΛΙΠΟΤΑΜΟΣ
|Transliteration A=kallipótamos
|Transliteration B=kallipotamos
|Transliteration C=kallipotamos
|Beta Code=kallipo/tamos
|Definition=ον, [[of beautiful rivers]], [[νοτίς]] E. ''Ph.'' 645 (lyr.).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] mit schönen Flüssen, ὕδατος [[νοτίς]], das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] mit schönen Flüssen, ὕδατος [[νοτίς]], das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui forme un beau fleuve]].<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ποταμός]].
}}
{{elnl
|elnltext=καλλιπόταμος -ον &#91;[[καλός]], [[πόταμος]]] [[van fraaie rivieren]].
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐπόταμος:''' [[образующий красивую реку]] ([[ὕδατος]] [[νοτίς]] Eur.).
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιπόταμος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («[[καλλιπόταμος]] ὕδατος... [[νοτίς]]», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλιπότᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει εύσχημα και καλλίρροα ποτάμια, σε Ευρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιπότᾰμος''': -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, [[καλλιπόταμος]] ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.
|lstext='''καλλιπότᾰμος''': -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, [[καλλιπόταμος]] ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ος, ον :<br />qui forme un beau fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ποταμός]].
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-πότᾰμος, ον<br />of [[beautiful]] rivers, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπόταμος Medium diacritics: καλλιπόταμος Low diacritics: καλλιπόταμος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΟΤΑΜΟΣ
Transliteration A: kallipótamos Transliteration B: kallipotamos Transliteration C: kallipotamos Beta Code: kallipo/tamos

English (LSJ)

ον, of beautiful rivers, νοτίς E. Ph. 645 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Flüssen, ὕδατος νοτίς, das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme un beau fleuve.
Étymologie: καλός, ποταμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιπόταμος -ον [καλός, πόταμος] van fraaie rivieren.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπόταμος: образующий красивую реку (ὕδατος νοτίς Eur.).

Greek Monolingual

καλλιπόταμος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («καλλιπόταμος ὕδατος... νοτίς», Ευρ.).

Greek Monotonic

καλλιπότᾰμος: -ον, αυτός που έχει εύσχημα και καλλίρροα ποτάμια, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπότᾰμος: -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, καλλιπόταμος ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.

Middle Liddell

καλλι-πότᾰμος, ον
of beautiful rivers, Eur.