καταλύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katalysimos
|Transliteration C=katalysimos
|Beta Code=katalu/simos
|Beta Code=katalu/simos
|Definition=[ῠ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be dissolved</b> or <b class="b2">done away</b>, κακόν <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1247</span> (lyr.).</span>
|Definition=[ῠ], ον, to [[be dissolved]] or [[done away]], κακόν S.''El.''1247 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[facile à dissoudre]], [[à faire cesser]].<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-λύσιμος -ον oplosbaar:. οὔποτε καταλύσιμον nooit ongedaan te maken Soph. El. 1247.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλύσιμος:''' (ῠ) устранимый, искоренимый (κακὸν οὐ καταλύσιμον Soph.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[καταλύσιμος]], -ον) [[κατάλυσις]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για τρόφιμα) [[εκείνος]] του οποίου επιτρέπεται η [[κατάλυση]] σε ημέρες νηστείας («το [[λάδι]] [[είναι]] καταλύσιμο όλα τα Σάββατα, [[εκτός]] του Μεγάλου Σαββάτου»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για πράγματα) αυτός που [[πρέπει]] να καταλυθεί, να διαλυθεί, να αφανιστεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταλύσιμος:''' -ον, αυτός που πρέπει να διαλυθεί ή να καταργηθεί, σε Σοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλύσιμος''': -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.
|lstext='''καταλύσιμος''': -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ος, ον :<br />facile à dissoudre, à faire cesser.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]].
|mdlsjtxt=[[καταλύσιμος]], ον<br />to be dissolved or done [[away]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλύσιμος Medium diacritics: καταλύσιμος Low diacritics: καταλύσιμος Capitals: ΚΑΤΑΛΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: katalýsimos Transliteration B: katalysimos Transliteration C: katalysimos Beta Code: katalu/simos

English (LSJ)

[ῠ], ον, to be dissolved or done away, κακόν S.El.1247 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1361] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à dissoudre, à faire cesser.
Étymologie: καταλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λύσιμος -ον oplosbaar:. οὔποτε καταλύσιμον nooit ongedaan te maken Soph. El. 1247.

Russian (Dvoretsky)

καταλύσιμος: (ῠ) устранимый, искоренимый (κακὸν οὐ καταλύσιμον Soph.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καταλύσιμος, -ον) κατάλυσις
νεοελλ.-μσν.
(για τρόφιμα) εκείνος του οποίου επιτρέπεται η κατάλυση σε ημέρες νηστείας («το λάδι είναι καταλύσιμο όλα τα Σάββατα, εκτός του Μεγάλου Σαββάτου»)
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που πρέπει να καταλυθεί, να διαλυθεί, να αφανιστεί.

Greek Monotonic

καταλύσιμος: -ον, αυτός που πρέπει να διαλυθεί ή να καταργηθεί, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταλύσιμος: -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.

Middle Liddell

καταλύσιμος, ον
to be dissolved or done away, Soph.