κρυσταλλόπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krystallopiktos
|Transliteration C=krystallopiktos
|Beta Code=krustallo/phktos
|Beta Code=krustallo/phktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">congealed to ice, frozen</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>441</span>:— also κρυσταλλο-πήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>501</span>.</span>
|Definition=κρυσταλλόπηκτον, [[congealed to ice]], [[frozen]], E.''Rh.''441:—also [[κρυσταλλοπήξ]], ῆγος, ὁ, ἡ, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''501.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[congelé]], [[glacé]].<br />'''Étymologie:''' [[κρύσταλλος]], [[πήγνυμι]].
}}
{{pape
|ptext=<i>zu Eis [[gefroren]]</i>; φυσήματα Eur. <i>Rhes</i>. 441; [[νᾶμα]] Paul.Sil. <i>Therm. Pyth</i>. 95.
}}
{{elru
|elrutext='''κρυσταλλόπηκτος:''' [[обледеневший]], [[ледяной]] (φυσήματα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρυσταλλόπηκτος''': -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― [[ὡσαύτως]], κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.
|lstext='''κρυσταλλόπηκτος''': -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― [[ὡσαύτως]], κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />congelé, glacé.<br />'''Étymologie:''' [[κρύσταλλος]], [[πήγνυμι]].
|mltxt=, -ο (Α [[κρυσταλλόπηκτος]], -ον, αρσ. και θηλ. και [[κρυσταλλοπήξ]], -ῆγος)<br />[[παγωμένος]] ή πηγμένος σαν το [[κρύσταλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρύσταλλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πηκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. [[πασσαλόπηκτος]], [[σακχαρόπηκτος]]. Ο τ. [[κρυσταλλοπήξ]] <span style="color: red;"><</span> [[κρύσταλλος]] <span style="color: red;">+</span> <i>πήξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. [[αρματοπήξ]], [[κλινοπήξ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρυσταλλόπηκτος:''' -ον, [[κατεψυγμένος]], [[παγωμένος]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρυσταλλό-πηκτος, ον<br />[[congealed]] to ice, [[frozen]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυσταλλόπηκτος Medium diacritics: κρυσταλλόπηκτος Low diacritics: κρυσταλλόπηκτος Capitals: ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: krystallópēktos Transliteration B: krystallopēktos Transliteration C: krystallopiktos Beta Code: krustallo/phktos

English (LSJ)

κρυσταλλόπηκτον, congealed to ice, frozen, E.Rh.441:—also κρυσταλλοπήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, A.Pers.501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.

German (Pape)

zu Eis gefroren; φυσήματα Eur. Rhes. 441; νᾶμα Paul.Sil. Therm. Pyth. 95.

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλόπηκτος: обледеневший, ледяной (φυσήματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταλλόπηκτος: -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― ὡσαύτως, κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κρυσταλλόπηκτος, -ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, -ῆγος)
παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλόπηκτος, σακχαρόπηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. αρματοπήξ, κλινοπήξ].

Greek Monotonic

κρυσταλλόπηκτος: -ον, κατεψυγμένος, παγωμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

κρυσταλλό-πηκτος, ον
congealed to ice, frozen, Eur.