λυμαντής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lymantis
|Transliteration C=lymantis
|Beta Code=lumanth/s
|Beta Code=lumanth/s
|Definition=οῦ, ὁ, = foreg., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> γάμος λ. βίου <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>793</span>: also λῡμ-αντικός, ή, όν, Muson.<span class="title">Fr.</span>8p.34H., <span class="bibl">Epict.<span class="title">Gnom.</span>9</span>: c. gen., δόγματα λ. οἴκων <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.7.20</span>; <b class="b3">φυομένων</b> (καρπῶν) <span class="bibl">Ph.2.429</span>.</span>
|Definition=λυμαντοῦ, ὁ, = [[λυμαντήριος]] ([[injurious]], [[destructive]], [[destroying]], [[ruining]]), [[γάμος]] λ. βίου S. ''Tr.'' 793 ; also [[λυμαντικός]], ή, όν, Muson. ''Fr.'' 8 p. 34H., Epict. ''Gnom.'' 9 ; c. gen., δόγματα λ. οἴκων Arr. ''Epict.'' 3.7.20 ; φυομένων (> καρπῶν) Ph. 2.429.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[λυμαντήρ]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[λυμαντήρ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λυμαντής]], ὁ (Α) [[λυμαίνω]]<br /><b>ως επίθ.</b> [[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]], λυμεώνας («καὶ τὸν Οἰνέως γάμον [[οἷον]] κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λυμαντής:''' -οῦ, ὁ, ως επίθ., αυτός που καταστρέφει, [[καταστροφέας]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ὁ, = [[λυμαντήρ]], γάμον [[οἷον]] κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου, Soph. <i>Trach</i>. 790, <i>das [[Verderben]] seines Lebens</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡμαντής:''' οῦ ὁ Soph. = [[λυμαντήρ]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λυμαντής]], οῦ,<br />as adj. ruining, c. gen., Soph.
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμαντής Medium diacritics: λυμαντής Low diacritics: λυμαντής Capitals: ΛΥΜΑΝΤΗΣ
Transliteration A: lymantḗs Transliteration B: lymantēs Transliteration C: lymantis Beta Code: lumanth/s

English (LSJ)

λυμαντοῦ, ὁ, = λυμαντήριος (injurious, destructive, destroying, ruining), γάμος λ. βίου S. Tr. 793 ; also λυμαντικός, ή, όν, Muson. Fr. 8 p. 34H., Epict. Gnom. 9 ; c. gen., δόγματα λ. οἴκων Arr. Epict. 3.7.20 ; φυομένων (> καρπῶν) Ph. 2.429.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. λυμαντήρ.

Greek Monolingual

λυμαντής, ὁ (Α) λυμαίνω
ως επίθ. καταστρεπτικός, ολέθριος, λυμεώνας («καὶ τὸν Οἰνέως γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου», Σοφ.).

Greek Monotonic

λυμαντής: -οῦ, ὁ, ως επίθ., αυτός που καταστρέφει, καταστροφέας, με γεν., σε Σοφ.

German (Pape)

[ῡ], ὁ, = λυμαντήρ, γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου, Soph. Trach. 790, das Verderben seines Lebens.

Russian (Dvoretsky)

λῡμαντής: οῦ ὁ Soph. = λυμαντήρ.

Middle Liddell

λυμαντής, οῦ,
as adj. ruining, c. gen., Soph.