προσελκύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(Bailly1_4)
(34)
 
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. au Moy.</i> προσειλκυσάμην;<br />attirer à soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἑλκύω]].
|btext=<i>seul. au Moy.</i> προσειλκυσάμην;<br />attirer à soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἑλκύω]].
}}
{{grml
|mltxt=Ν<br /><b>1.</b> [[έλκω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[τραβώ]] [[προς]] εμένα<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[προς]] εμένα, [[φέρνω]] με το [[μέρος]] μου, [[δελεάζω]], [[γοητεύω]] («[[προσελκύω]] οπαδούς»)<br /><b>3.</b> [[παρασύρω]], [[συγκεντρώνω]] [[αποσπώ]] («ο [[γλαφυρός]] του [[λόγος]] προσείλκυσε το [[ενδιαφέρον]] όλων τών παρεβρισκομένων»).
}}
}}

Latest revision as of 12:22, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 759] giebt aor. u. a. tempp. zu προσέλκω (s. ἑλκύω), προσέλκυσαι σὸν παῖδα, Eur. Hipp. 1432.

French (Bailly abrégé)

seul. au Moy. προσειλκυσάμην;
attirer à soi, acc..
Étymologie: πρός, ἑλκύω.

Greek Monolingual

Ν
1. έλκω προς το μέρος μου, τραβώ προς εμένα
2. φέρνω προς εμένα, φέρνω με το μέρος μου, δελεάζω, γοητεύωπροσελκύω οπαδούς»)
3. παρασύρω, συγκεντρώνω αποσπώ («ο γλαφυρός του λόγος προσείλκυσε το ενδιαφέρον όλων τών παρεβρισκομένων»).