κατατριακοντουτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatriakontoutizo
|Transliteration C=katatriakontoutizo
|Beta Code=katatriakontouti/zw
|Beta Code=katatriakontouti/zw
|Definition=Com. word in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1391</span>, alluding to the <b class="b3">σπονδαὶ τριακοντούτιδες</b>, personified upon the stage as courtesans, with an obscene pun upon <b class="b3">ἀκοντίζω</b> (i.e. <b class="b3">περαίνω</b>).
|Definition=Com. word in [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1391, alluding to the <b class="b3">σπονδαὶ τριακοντούτιδες</b>, personified upon the stage as courtesans, with an obscene pun upon [[ἀκοντίζω]] (i.e. [[περαίνω]]).
}}
{{pape
|ptext=[ιᾱ], τινός, kom. bei Ar. <i>Eq</i>. 1385, <i>[[gleichsam]] durchdreißigjährigen</i>, mit [[Anspielung]] auf den dreißigjährigen [[Waffenstillstand]], σπονδαὶ τριακοντούτιδες, die Ar. als [[schöne]] Buhldirnen auf die [[Bühne]] bringt, mit obszöner Nebenbdtg, Schol. εἰς συνουσίαν [[λαβεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατατριᾱκοντουτίζω:''' шутл. поступать как подобает с τριακοντούτιδες (см.) (κ. τῶν τριακοντουδίνων σπονδῶν Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''κατατριᾱκοντουτίζω''': κωμικὴ [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1391, ἀναφερομένη εἰς τὰς σπονδὰς τριακοντούτιδας, ἃς ὁ ποιητὴς εἶχε παρουσιάσας προσωποποιουμένας ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὡς ἑταίρας μετ’ αἰσχροῦ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως [[ἀκοντίζω]] (ὅ ἐστι [[περαίνω]])· ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; ὁ Σχολ. «εἰς συνουσίαν αὐτὰς λαβεῖν;»
}}
{{grml
|mltxt=[[κατατριακοντουτίζω]] (Α)<br />κωμική λ. του <b>Αριστοφ.</b> (Ἱππῆς 1391), ο [[οποίος]] αναφέρεται στις τριακοντούτιδες σπονδές του 425 π.Χ. που τίς προσωποποιεί ως εταίρες και κάνει αισχρό [[λογοπαίγνιο]] με τις λ. [[κατακοντίζω]], δηλ. [[διατρυπώ]], [[διαπερνώ]] [[πέρα]] [[πέρα]], εντελώς, συνουσιάζομαι, και <i>τριακοντούτιδες</i> («ἔξεστιν κατατριακοντουτίσαι;» — επιτρέπεται να τίς περάσει [[κανείς]] [[τριάντα]] φορές; <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριακοντούτις]] <span style="color: red;">+</span> <i>κατ</i>-[[ακοντίζω]] με συμφυρμό].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τριακοντουτίζω &#91;[[κατά]], [[τριακοντοῦτις]]] kom. seks. dertig jaar plezier hebben van, met gen.: ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; mogen wij dertig jaar plezier van hen (de vredesmeisjes) hebben? Aristoph. Eq. 1391.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

English (LSJ)

Com. word in Ar.Eq.1391, alluding to the σπονδαὶ τριακοντούτιδες, personified upon the stage as courtesans, with an obscene pun upon ἀκοντίζω (i.e. περαίνω).

German (Pape)

[ιᾱ], τινός, kom. bei Ar. Eq. 1385, gleichsam durchdreißigjährigen, mit Anspielung auf den dreißigjährigen Waffenstillstand, σπονδαὶ τριακοντούτιδες, die Ar. als schöne Buhldirnen auf die Bühne bringt, mit obszöner Nebenbdtg, Schol. εἰς συνουσίαν λαβεῖν.

Russian (Dvoretsky)

κατατριᾱκοντουτίζω: шутл. поступать как подобает с τριακοντούτιδες (см.) (κ. τῶν τριακοντουδίνων σπονδῶν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κατατριᾱκοντουτίζω: κωμικὴ λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1391, ἀναφερομένη εἰς τὰς σπονδὰς τριακοντούτιδας, ἃς ὁ ποιητὴς εἶχε παρουσιάσας προσωποποιουμένας ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὡς ἑταίρας μετ’ αἰσχροῦ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ἀκοντίζω (ὅ ἐστι περαίνω)· ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; ὁ Σχολ. «εἰς συνουσίαν αὐτὰς λαβεῖν;»

Greek Monolingual

κατατριακοντουτίζω (Α)
κωμική λ. του Αριστοφ. (Ἱππῆς 1391), ο οποίος αναφέρεται στις τριακοντούτιδες σπονδές του 425 π.Χ. που τίς προσωποποιεί ως εταίρες και κάνει αισχρό λογοπαίγνιο με τις λ. κατακοντίζω, δηλ. διατρυπώ, διαπερνώ πέρα πέρα, εντελώς, συνουσιάζομαι, και τριακοντούτιδες («ἔξεστιν κατατριακοντουτίσαι;» — επιτρέπεται να τίς περάσει κανείς τριάντα φορές; Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντούτις + κατ-ακοντίζω με συμφυρμό].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τριακοντουτίζω [κατά, τριακοντοῦτις] kom. seks. dertig jaar plezier hebben van, met gen.: ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι; mogen wij dertig jaar plezier van hen (de vredesmeisjes) hebben? Aristoph. Eq. 1391.