σιτηρέσιον: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sitiresion | |Transliteration C=sitiresion | ||
|Beta Code=sithre/sion | |Beta Code=sithre/sion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[provision-money]], X.''An.''6.2.4; δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σ. λαμβάνει D.4.28; <b class="b3">ἐδίδου τοῖς ναύταις σ.</b> Id.50.53; ἐργώναις σ. ''IG''42(1).103.168 (Epid., iv B.C.): generally, [[allowance]], [[pension]], PLond.3.955.10 (iii A.D.); [[annuity purchased]], Milet.3.147.44 (iii B.C.); at Rome, <b class="b3">σ. ἔμμηνον</b> a monthly [[allowance of grain]] to the poorer citizens, Lat. [[frumentatio]], Plu.''Caes.''8, cf. 57, ''Crass.''2, ''Cat.Mi.''26; cf. [[σιτοδοτέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα [[δέκα]] [[ἕκαστος]] τοῦ μηνὸς ὁ [[στρατιώτης]] δραχμὰς [[σιτηρέσιον]] λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα [[δέκα]] [[ἕκαστος]] τοῦ μηνὸς ὁ [[στρατιώτης]] δραχμὰς [[σιτηρέσιον]] λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />fourniture en vivres <i>ou</i> en argent ; solde : [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον PLUT <i>à Rome</i> allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (<i>lat.</i> tessera frumentaria).<br />'''Étymologie:''' [[σιτηρός]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σιτηρέσιον -ου, τό [σιτηρός] soldij. uitdeling van graan (in Rome). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑτηρέσιον:''' τό съестные припасы, продовольствие, воен. продовольственный паек или продовольственные деньги Xen., Dem.: σ. ἔμμηνον Plut. (лат. [[tessera]] frumentaria) месячный продовольственный паек (неимущим римским гражданам). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῑτηρέσιον''': τό, τροφαί, ζωοτροφίαι, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ στρατιώτου ὁ μισθὸς πρὸς ἀγορὰν τροφῆς, Ξεν. Ἀν. 6. 2, 4· [[δέκα]] [[ἕκαστος]] τοῦ μηνὸς δραχμὰς [[σιτηρέσιον]] λαμβάνει Δημ. 48. 4· ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. ὁ αὐτ. 1223. 6, πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 365, Ἡσύχ.· - ἐν Ρώμῃ, σιτ. ἔμμηνον, ὁ κατὰ μῆνα χορηγούμενος [[σῖτος]] εἰς τοὺς πενεστέρους τῶν πολιτῶν, Λατ. tessera frumentaria, Πλουτ. Καῖσ. 8. 57, Κάτων Νεώτ. 26· πρβλ. [[σιτοδοτέω]]. | |lstext='''σῑτηρέσιον''': τό, τροφαί, ζωοτροφίαι, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ στρατιώτου ὁ μισθὸς πρὸς ἀγορὰν τροφῆς, Ξεν. Ἀν. 6. 2, 4· [[δέκα]] [[ἕκαστος]] τοῦ μηνὸς δραχμὰς [[σιτηρέσιον]] λαμβάνει Δημ. 48. 4· ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. ὁ αὐτ. 1223. 6, πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 365, Ἡσύχ.· - ἐν Ρώμῃ, σιτ. ἔμμηνον, ὁ κατὰ μῆνα χορηγούμενος [[σῖτος]] εἰς τοὺς πενεστέρους τῶν πολιτῶν, Λατ. tessera frumentaria, Πλουτ. Καῖσ. 8. 57, Κάτων Νεώτ. 26· πρβλ. [[σιτοδοτέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''σῑτηρέσιον:''' τό, προμήθειες, τρόφιμα, [[ιδίως]] λέγεται για το [[επίδομα]] σίτησης που χορηγείτο στους στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· στη [[Ρώμη]], [[σιτηρέσιον]] ἔμμηνον, η μηνιαία [[χορήγηση]] σίτου στους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, Λατ. [[tessera]] frumentia, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῑτηρέσιον, ου, τό,<br />provisions, [[victuals]], especially of soldiers' [[provision]]-[[money]], Xen., Dem.:—at [[Rome]], σιτ. ἔμμηνον a [[monthly]] [[allowance]] of [[grain]] to the poorer citizens, Lat. [[tessera]] frumentaria, Plut. [from σῑτηρός] | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[allowance for provisions]], [[money to buy provisions]], [[provisions]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, provision-money, X.An.6.2.4; δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σ. λαμβάνει D.4.28; ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. Id.50.53; ἐργώναις σ. IG42(1).103.168 (Epid., iv B.C.): generally, allowance, pension, PLond.3.955.10 (iii A.D.); annuity purchased, Milet.3.147.44 (iii B.C.); at Rome, σ. ἔμμηνον a monthly allowance of grain to the poorer citizens, Lat. frumentatio, Plu.Caes.8, cf. 57, Crass.2, Cat.Mi.26; cf. σιτοδοτέω.
German (Pape)
[Seite 885] τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα δέκα ἕκαστος τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fourniture en vivres ou en argent ; solde : σιτηρέσιον ἔμμηνον PLUT à Rome allocation mensuelle de grains aux citoyens pauvres (lat. tessera frumentaria).
Étymologie: σιτηρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτηρέσιον -ου, τό [σιτηρός] soldij. uitdeling van graan (in Rome).
Russian (Dvoretsky)
σῑτηρέσιον: τό съестные припасы, продовольствие, воен. продовольственный паек или продовольственные деньги Xen., Dem.: σ. ἔμμηνον Plut. (лат. tessera frumentaria) месячный продовольственный паек (неимущим римским гражданам).
Greek (Liddell-Scott)
σῑτηρέσιον: τό, τροφαί, ζωοτροφίαι, μάλιστα δὲ τοῦ στρατιώτου ὁ μισθὸς πρὸς ἀγορὰν τροφῆς, Ξεν. Ἀν. 6. 2, 4· δέκα ἕκαστος τοῦ μηνὸς δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνει Δημ. 48. 4· ἐδίδου τοῖς ναύταις σ. ὁ αὐτ. 1223. 6, πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 365, Ἡσύχ.· - ἐν Ρώμῃ, σιτ. ἔμμηνον, ὁ κατὰ μῆνα χορηγούμενος σῖτος εἰς τοὺς πενεστέρους τῶν πολιτῶν, Λατ. tessera frumentaria, Πλουτ. Καῖσ. 8. 57, Κάτων Νεώτ. 26· πρβλ. σιτοδοτέω.
Greek Monotonic
σῑτηρέσιον: τό, προμήθειες, τρόφιμα, ιδίως λέγεται για το επίδομα σίτησης που χορηγείτο στους στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· στη Ρώμη, σιτηρέσιον ἔμμηνον, η μηνιαία χορήγηση σίτου στους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, Λατ. tessera frumentia, σε Πλούτ.
Middle Liddell
σῑτηρέσιον, ου, τό,
provisions, victuals, especially of soldiers' provision-money, Xen., Dem.:—at Rome, σιτ. ἔμμηνον a monthly allowance of grain to the poorer citizens, Lat. tessera frumentaria, Plut. [from σῑτηρός]
English (Woodhouse)
allowance for provisions, money to buy provisions, provisions