σεμνολογέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=semnologeo
|Transliteration C=semnologeo
|Beta Code=semnologe/w
|Beta Code=semnologe/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">speak solemnly, use fine phrases</b>, ὡς οὐκ εἰδόσι <span class="bibl">Aeschin. 2.94</span>; <b class="b3">ἀμφί</b> or περί τινος <span class="bibl">App.<span class="title">Hisp.</span>18</span>, <span class="bibl"><span class="title">BC</span>1.9</span>; τι περί τινος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Sacr.</span> 5</span>:—also Med. <b class="b3">σεμνολογέομαι</b>, <b class="b2">talk in solemn phrases</b>, <span class="bibl">D.19.255</span>; νεανικῶς σ. τι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>50</span>; <b class="b3">τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ σ</b>. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span> 13</span>.</span>
|Definition=[[speak solemnly]], [[use fine phrases]], ὡς οὐκ εἰδόσι Aeschin. 2.94; [[ἀμφί]] or περί τινος App.''Hisp.''18, ''BC''1.9; τι περί τινος Luc.''Sacr.'' 5:—also Med. [[σεμνολογέομαι]], [[talk in solemn phrases]], D.19.255; νεανικῶς σ. τι Luc.''Am.''50; <b class="b3">τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ σ.</b> Plu.''Sull.'' 13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0871.png Seite 871]] Aesch. 2, 93, Luc. sacrif. 5, gew. σεμνολογέομαι, würdevoll, feierlich, ernsthaft sprechen, in feierlichem, vornehmem Tone reden; Dem. 19, 255; Luc. amor. 50; τί, Plut. Sull. 13; [[ἀμφί]] τινος, App. Hisp. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0871.png Seite 871]] Aesch. 2, 93, Luc. sacrif. 5, gew. σεμνολογέομαι, würdevoll, feierlich, ernsthaft sprechen, in feierlichem, vornehmem Tone reden; Dem. 19, 255; Luc. amor. 50; τί, Plut. Sull. 13; [[ἀμφί]] τινος, App. Hisp. 18.
}}
{{bailly
|btext=[[σεμνολογῶ]] :<br />parler avec gravité <i>ou</i> avec emphase : σ. τι [[περί]] τινος dire qch de qqn en termes graves <i>ou</i> emphatiques ; τινι [[ὡς]] dire gravement à qqn que.<br />'''Étymologie:''' [[σεμνολόγος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σεμνολογέω [σεμνολόγος] plechtig spreken, hoogdravende taal gebruiken, ook med.. τὰ Μηδικὰ σεμνολογεῖσθαι hoog opgeven van de Perzische oorlogen Plut. Sull. 13.5.
}}
{{elru
|elrutext='''σεμνολογέω:''' тж. med.<br /><b class="num">1</b> [[торжественно говорить]] Dem.;<br /><b class="num">2</b> [[с важностью рассказывать]], [[в торжественном тоне повествовать]] (τι Plut., Luc. и τι περί τινος Luc.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σεμνολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] με [[σοβαρότητα]] και [[σεμνότητα]], σε Αισχίν.· επίσης ως αποθ., <i>σεμνολογέομαι</i>, [[μιλώ]] με σοβαρές, επίσημες φράσεις, [[μιλώ]] πανηγυρικά, σε Δημ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σεμνολογέω''': ὁμιλῶ σοβαρῶς καὶ ἐν σεμνότητι, μὲ προσποίησιν ὁμιλῶ, σ. τινι ὡς …, [[λέγω]] εἴς τινα [[μετὰ]] σοβαρότητος ὅτι …, Αἰσχίν. 40. 29· ἀμφὶ ἢ [[περί]] τινος Ἀππ. Ἰβηρ. 18. Ἐμφυλ. 1. 9· τι [[περί]] τινος Λουκ. π. Θυσιῶν 5· -ὡσαύστως ὡς ἀποθετ. σεμνολογέομαι, ὁμιλῶ μὲ σοβαρὰς φράσεις, Δημ. 42. 19· νεανικῶς σ. τι Λουκ. Ἔρωτ. 50· σ. τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ Πλουτ. Σύλλ. 13.
|lstext='''σεμνολογέω''': ὁμιλῶ σοβαρῶς καὶ ἐν σεμνότητι, μὲ προσποίησιν ὁμιλῶ, σ. τινι ὡς …, [[λέγω]] εἴς τινα μετὰ σοβαρότητος ὅτι …, Αἰσχίν. 40. 29· ἀμφὶ ἢ [[περί]] τινος Ἀππ. Ἰβηρ. 18. Ἐμφυλ. 1. 9· τι [[περί]] τινος Λουκ. π. Θυσιῶν 5· -ὡσαύστως ὡς ἀποθετ. σεμνολογέομαι, ὁμιλῶ μὲ σοβαρὰς φράσεις, Δημ. 42. 19· νεανικῶς σ. τι Λουκ. Ἔρωτ. 50· σ. τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ Πλουτ. Σύλλ. 13.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=-ῶ :<br />parler avec gravité <i>ou</i> avec emphase : σ. [[τι]] [[περί]] τινος dire qch de qqn en termes graves <i>ou</i> emphatiques ; τινι [[ὡς]] dire gravement à qqn que.<br />'''Étymologie:''' [[σεμνολόγος]].
|mdlsjtxt=[[σεμνολογέω]], fut. -ήσω<br />to [[speak]] [[gravely]] and solemnly, Aeschin.:—also as Dep. σεμνολογέομαι, to [[talk]] in [[solemn]] phrases, Dem. [from [[σεμνολόγος]]
}}
}}

Latest revision as of 18:39, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνολογέω Medium diacritics: σεμνολογέω Low diacritics: σεμνολογέω Capitals: ΣΕΜΝΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: semnologéō Transliteration B: semnologeō Transliteration C: semnologeo Beta Code: semnologe/w

English (LSJ)

speak solemnly, use fine phrases, ὡς οὐκ εἰδόσι Aeschin. 2.94; ἀμφί or περί τινος App.Hisp.18, BC1.9; τι περί τινος Luc.Sacr. 5:—also Med. σεμνολογέομαι, talk in solemn phrases, D.19.255; νεανικῶς σ. τι Luc.Am.50; τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ σ. Plu.Sull. 13.

German (Pape)

[Seite 871] Aesch. 2, 93, Luc. sacrif. 5, gew. σεμνολογέομαι, würdevoll, feierlich, ernsthaft sprechen, in feierlichem, vornehmem Tone reden; Dem. 19, 255; Luc. amor. 50; τί, Plut. Sull. 13; ἀμφί τινος, App. Hisp. 18.

French (Bailly abrégé)

σεμνολογῶ :
parler avec gravité ou avec emphase : σ. τι περί τινος dire qch de qqn en termes graves ou emphatiques ; τινι ὡς dire gravement à qqn que.
Étymologie: σεμνολόγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεμνολογέω [σεμνολόγος] plechtig spreken, hoogdravende taal gebruiken, ook med.. τὰ Μηδικὰ σεμνολογεῖσθαι hoog opgeven van de Perzische oorlogen Plut. Sull. 13.5.

Russian (Dvoretsky)

σεμνολογέω: тж. med.
1 торжественно говорить Dem.;
2 с важностью рассказывать, в торжественном тоне повествовать (τι Plut., Luc. и τι περί τινος Luc.).

Greek Monotonic

σεμνολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ με σοβαρότητα και σεμνότητα, σε Αισχίν.· επίσης ως αποθ., σεμνολογέομαι, μιλώ με σοβαρές, επίσημες φράσεις, μιλώ πανηγυρικά, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνολογέω: ὁμιλῶ σοβαρῶς καὶ ἐν σεμνότητι, μὲ προσποίησιν ὁμιλῶ, σ. τινι ὡς …, λέγω εἴς τινα μετὰ σοβαρότητος ὅτι …, Αἰσχίν. 40. 29· ἀμφὶ ἢ περί τινος Ἀππ. Ἰβηρ. 18. Ἐμφυλ. 1. 9· τι περί τινος Λουκ. π. Θυσιῶν 5· -ὡσαύστως ὡς ἀποθετ. σεμνολογέομαι, ὁμιλῶ μὲ σοβαρὰς φράσεις, Δημ. 42. 19· νεανικῶς σ. τι Λουκ. Ἔρωτ. 50· σ. τὸν Θησέα καὶ τὰ Μηδικὰ Πλουτ. Σύλλ. 13.

Middle Liddell

σεμνολογέω, fut. -ήσω
to speak gravely and solemnly, Aeschin.:—also as Dep. σεμνολογέομαι, to talk in solemn phrases, Dem. [from σεμνολόγος