συγκατακλείω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkatakleio
|Transliteration C=sygkatakleio
|Beta Code=sugkataklei/w
|Beta Code=sugkataklei/w
|Definition=Ion. συγκατα-κληΐω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shut in</b> or <b class="b2">enclose with</b> or <b class="b2">together</b>, <span class="bibl">Hdt.1.182</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>557b4</span> (both Pass.), <span class="bibl">Alc.Com.23</span> (dub. l.); ἄνδρας λέουσι <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>14.4</span>: metaph., σ. τινὰ ἀπορίᾳ Id.<span class="title">Vit. Auct.</span>9:—Dor. συγκατακλαίζω, aor. part. -κλαιχθείς <b class="b2">Chron.Lind. D</b> 62.</span>
|Definition=Ion. [[συγκατακληΐω]], [[shut in]] or [[enclose with]] or [[together]], [[Herodotus|Hdt.]]1.182, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''557b4 (both Pass.), Alc.Com.23 (dub. l.); ἄνδρας λέουσι Luc.''DMort.''14.4: metaph., σ. τινὰ ἀπορίᾳ Id.''Vit. Auct.''9:—Dor. [[συγκατακλαίζω]], aor. part. -κλαιχθείς Chron.Lind. D 62.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0965.png Seite 965]] ion. συγκατακληΐω, mit od. zugleich verschließen, mit einschließen, Her. 1, 182; ἀπορίᾳ, Luc. vit. auct. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0965.png Seite 965]] ion. συγκατακληΐω, mit od. zugleich verschließen, mit einschließen, Her. 1, 182; ἀπορίᾳ, Luc. vit. auct. 9.
}}
{{bailly
|btext=enfermer ensemble <i>ou</i> avec : ἄνδρας λέουσι LUC des hommes avec des lions ; <i>fig.</i> τινα ἀπορίᾳ LUC réduire qqn à la misère.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατακλείω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κατακλείω, Ion. pass. 3 sing. συγκατακληΐεται, mee opsluiten, samen (met...) opsluiten, insluiten; met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατακλείω:''' ион. [[συγκατακληΐω]] запирать вместе (τινά τινι Luc.; συγκατακλεῖσθαι ἐν τῷ νηῷ Her.): σ. τινὰ [[ἀπορία]] Luc. повергать кого-л. в нищету.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατακλείω''': Ἰωνικ. -[[κληίω]], [[κατακλείω]] [[ὁμοῦ]], Ἡρόδ. 1. 182, Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Παλαίστρᾳ» 2· ἄνδρας λέουσι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 14. 4· μεταφορ., σ. τινὰ ἀπορίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βίων Πράσει 9. ― Παθ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1.
|lstext='''συγκατακλείω''': Ἰωνικ. -[[κληίω]], [[κατακλείω]] [[ὁμοῦ]], Ἡρόδ. 1. 182, Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Παλαίστρᾳ» 2· ἄνδρας λέουσι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 14. 4· μεταφορ., σ. τινὰ ἀπορίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βίων Πράσει 9. ― Παθ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=enfermer ensemble <i>ou</i> avec : ἄνδρας λέουσι LUC des hommes avec des lions ; <i>fig.</i> τινα ἀπορίᾳ LUC réduire qqn à la misère.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατακλείω]].
|mltxt=ΜΑ, και ιων. τ. συγκατα<br />[[κληΐω]], δωρ. τ. συγκατακλαίζω Α [[κατακλείω]]<br />[[κλείνω]] [[πολλά]] ή πολλούς [[μαζί]] στον ίδιο [[τόπο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκατακλείω:''' Ιων. -κληΐω, μέλ. <i>-κλείσω</i>, [[κλείνω]] μέσα ή [[εσωκλείω]] μαζί, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic -[[κληίω]] fut. -κλείσω<br />to [[shut]] in or [[enclose]] with or [[together]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατακλείω Medium diacritics: συγκατακλείω Low diacritics: συγκατακλείω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΚΛΕΙΩ
Transliteration A: synkatakleíō Transliteration B: synkatakleiō Transliteration C: sygkatakleio Beta Code: sugkataklei/w

English (LSJ)

Ion. συγκατακληΐω, shut in or enclose with or together, Hdt.1.182, Arist.HA557b4 (both Pass.), Alc.Com.23 (dub. l.); ἄνδρας λέουσι Luc.DMort.14.4: metaph., σ. τινὰ ἀπορίᾳ Id.Vit. Auct.9:—Dor. συγκατακλαίζω, aor. part. -κλαιχθείς Chron.Lind. D 62.

German (Pape)

[Seite 965] ion. συγκατακληΐω, mit od. zugleich verschließen, mit einschließen, Her. 1, 182; ἀπορίᾳ, Luc. vit. auct. 9.

French (Bailly abrégé)

enfermer ensemble ou avec : ἄνδρας λέουσι LUC des hommes avec des lions ; fig. τινα ἀπορίᾳ LUC réduire qqn à la misère.
Étymologie: σύν, κατακλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατακλείω, Ion. pass. 3 sing. συγκατακληΐεται, mee opsluiten, samen (met...) opsluiten, insluiten; met dat.

Russian (Dvoretsky)

συγκατακλείω: ион. συγκατακληΐω запирать вместе (τινά τινι Luc.; συγκατακλεῖσθαι ἐν τῷ νηῷ Her.): σ. τινὰ ἀπορία Luc. повергать кого-л. в нищету.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατακλείω: Ἰωνικ. -κληίω, κατακλείω ὁμοῦ, Ἡρόδ. 1. 182, Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Παλαίστρᾳ» 2· ἄνδρας λέουσι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 14. 4· μεταφορ., σ. τινὰ ἀπορίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βίων Πράσει 9. ― Παθ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ιων. τ. συγκατα
κληΐω, δωρ. τ. συγκατακλαίζω Α κατακλείω
κλείνω πολλά ή πολλούς μαζί στον ίδιο τόπο.

Greek Monotonic

συγκατακλείω: Ιων. -κληΐω, μέλ. -κλείσω, κλείνω μέσα ή εσωκλείω μαζί, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ionic -κληίω fut. -κλείσω
to shut in or enclose with or together, Hdt.