ὑπερχλίω: Difference between revisions

(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperchlio
|Transliteration C=yperchlio
|Beta Code=u(perxli/w
|Beta Code=u(perxli/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be over-wanton</b> or <b class="b2">arrogant</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>281</span> (v.l. [[-χλιδῶντες]]).</span>
|Definition=to [[be over-wanton]] or [[arrogant]], S.''Tr.''281 ([[varia lectio|v.l.]] ὑπερχλιδῶντες).
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὑπερχλιδάω]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[χλίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερχλίω:''' [[кичиться]], [[чваниться]] (ἐκ γλώσσης κακῆς Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερχλίω''': ὑπερεντρυφῶ μετ’ αὐθαδείας ἔν τινι, κεῖνοι δ’ ὑπερχλίοντες ἐκ γλώσσης κακῆς, «ὑπερεντρυφήσαντες τῇ καθ’ Ἡρακλέους λοιδορίᾳ, ἢ ὑπερηφάνως λοιδορησάμενοι τῷ Ἡρακλεῖ» (Σχολ.), Σοφ. Τραχ. 281, - ὑπερχλίοντες [[εἶναι]] ἡ πρώτη γραφὴ ἐν τῷ Λαυρ. Ἀντιγράφῳ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] μεταβληθεῖσα εἰς ὑπερχλιδῶντες.
|lstext='''ὑπερχλίω''': ὑπερεντρυφῶ μετ’ αὐθαδείας ἔν τινι, κεῖνοι δ’ ὑπερχλίοντες ἐκ γλώσσης κακῆς, «ὑπερεντρυφήσαντες τῇ καθ’ Ἡρακλέους λοιδορίᾳ, ἢ ὑπερηφάνως λοιδορησάμενοι τῷ Ἡρακλεῖ» (Σχολ.), Σοφ. Τραχ. 281, - ὑπερχλίοντες [[εἶναι]] ἡ πρώτη γραφὴ ἐν τῷ Λαυρ. Ἀντιγράφῳ μετὰ [[ταῦτα]] μεταβληθεῖσα εἰς ὑπερχλιδῶντες.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[είμαι]] υπέρμετρα [[ηδυπαθής]] και [[αυθάδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χλίω]] «ζω με [[τρυφή]], με [[πολυτέλεια]], μαλθακά»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερχλίω:''' ή -[[χλιδάω]], είμαι υπερβολικά [[λάγνος]], [[ακόλαστος]] ή [[υπερόπτης]], [[αλαζονικός]], σε Σοφ.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=<i>c.</i> [[ὑπερχλιδάω]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[χλίω]].
|mdlsjtxt=or -[[χλιδάω]]<br />to be [[over]]-[[wanton]] or [[arrogant]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

English (LSJ)

to be over-wanton or arrogant, S.Tr.281 (v.l. ὑπερχλιδῶντες).

French (Bailly abrégé)

c. ὑπερχλιδάω.
Étymologie: ὑπέρ, χλίω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερχλίω: кичиться, чваниться (ἐκ γλώσσης κακῆς Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερχλίω: ὑπερεντρυφῶ μετ’ αὐθαδείας ἔν τινι, κεῖνοι δ’ ὑπερχλίοντες ἐκ γλώσσης κακῆς, «ὑπερεντρυφήσαντες τῇ καθ’ Ἡρακλέους λοιδορίᾳ, ἢ ὑπερηφάνως λοιδορησάμενοι τῷ Ἡρακλεῖ» (Σχολ.), Σοφ. Τραχ. 281, - ὑπερχλίοντες εἶναι ἡ πρώτη γραφὴ ἐν τῷ Λαυρ. Ἀντιγράφῳ μετὰ ταῦτα μεταβληθεῖσα εἰς ὑπερχλιδῶντες.

Greek Monolingual

Α
είμαι υπέρμετρα ηδυπαθής και αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + χλίω «ζω με τρυφή, με πολυτέλεια, μαλθακά»].

Greek Monotonic

ὑπερχλίω: ή -χλιδάω, είμαι υπερβολικά λάγνος, ακόλαστος ή υπερόπτης, αλαζονικός, σε Σοφ.

Middle Liddell

or -χλιδάω
to be over-wanton or arrogant, Soph.