φέψαλος: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fepsalos | |Transliteration C=fepsalos | ||
|Beta Code=fe/yalos | |Beta Code=fe/yalos | ||
|Definition=ου | |Definition=-ου, ὁ (also [[φέψελος]]) ''Glossaria'' on [[φεψάλυξ]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]):—[[spark]], [[piece of the embers]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''668 (lyr.), ''V.''227, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''367a5:—φεψάλυξ [ᾰ], ῠγος, ὁ, Archil.126, Ar.''Lys.''107, Plb.1.48.6: [[proverb|prov.]] phrases, <b class="b3">ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται</b>, i.e. will be hung in the [[chimney]], of things laid by and [[unused]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''279; <b class="b3">οὐδὲ φεψάλυξ</b> [[not so much as]]... Id.''Lys.'' l. c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1267.png Seite 1267]] ὁ, Ar. Ach. 267. 641 Vesp. 227, ion. [[φέψελος]], poet. auch [[φεψάλυξ]], ὁ, Qualm, Dampf, Sprühasche, fliegende Feuerfunken, Schol. Aesch. Prom. 362. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1267.png Seite 1267]] ὁ, Ar. Ach. 267. 641 Vesp. 227, ion. [[φέψελος]], poet. auch [[φεψάλυξ]], ὁ, Qualm, Dampf, Sprühasche, fliegende Feuerfunken, Schol. Aesch. Prom. 362. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[étincelle de cendre chaude]], [[reste d'un feu mal éteint]].<br />'''Étymologie:''' DELG d'une rac. *bhes- souffler. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φέψᾰλος:''' ὁ [[летящие искры]] (ἐξ ἀνθράκων Arph.; ὁ φ. καὶ ἡ [[τέφρα]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φέψᾰλος''': -ου, ὁ, Ἰων. φέψελος, Ἡσύχ.· ― σπινθὴρ ἀναφερόμενος ἐκ καιομένων ξύλων ἢ πρινίνων ἀνθράκων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 668, Σχ. 227, Ἀριστ. Μετεωρολ. 2. 8, 15· ― [[ὡσαύτως]] φεψάλυξ, υγος, ὁ, Ἀρχίλ. 113, Ἀριστοφ. Λυσ. 107. ― ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, ἐν τῷ καπνείῳ, ὅ ἐστι θὰ κρεμασθῇ [[ὑπὲρ]] τὴν ἑστίαν, ἐπὶ πραγμάτων παρερριμμένων καὶ ἀχρήστων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 278· οὐδὲ φεψάλυξ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''φέψᾰλος''': -ου, ὁ, Ἰων. φέψελος, Ἡσύχ.· ― σπινθὴρ ἀναφερόμενος ἐκ καιομένων ξύλων ἢ πρινίνων ἀνθράκων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 668, Σχ. 227, Ἀριστ. Μετεωρολ. 2. 8, 15· ― [[ὡσαύτως]] φεψάλυξ, υγος, ὁ, Ἀρχίλ. 113, Ἀριστοφ. Λυσ. 107. ― ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, ἐν τῷ καπνείῳ, ὅ ἐστι θὰ κρεμασθῇ [[ὑπὲρ]] τὴν ἑστίαν, ἐπὶ πραγμάτων παρερριμμένων καὶ ἀχρήστων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 278· οὐδὲ φεψάλυξ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=και ιων. τ. [[φέψελος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σπινθήρας]] από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα<br /><b>2.</b> το [[κάτω]] πλατύ [[τμήμα]] της καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φέ</i>-<i>ψ</i>-<i>αλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φε</i>-<i>φσ</i>-<i>αλος</i>) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhs</i>- της ΙΕ ρίζας <i>bhes</i>- «[[φυσώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ψυχή]]) με εκφραστικό διπλασιασμό <i>φε</i>- και [[επίθημα]] -<i>αλος</i> (<b>πρβλ.</b> [[αἴθαλος]], <i>πάσσ</i>-<i>αλος</i>) και μπορεί να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. <i>bhasman</i>- «[[τέφρα]], [[στάχτη]]» (εάν υποτεθεί η ύπαρξη μιας αρχικής σημ. του τ. «[[μέρος]] όπου φυσά [[κανείς]] για να ξανανάψει τη σβησμένη [[φωτιά]]»). Η [[αναγωγή]] τόσο του τ. [[φέψαλος]] όσο και του αρχ. ινδ. τ. στην ομόηχη [[ρίζα]] <i>bhes</i>- «[[τρίβω]] [[θρυμματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ψήω</i>, [[ψήχω]]) δεν θεωρείται πολύ πιθανή. Τέλος, [[εκτός]] από τον τ. <i>φέψ</i>-<i>αλος</i>, απαντά [[επίσης]] και τ. <i>φέψ</i>-<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πτύ</i>-<i>αλον</i>: <i>πτύ</i>-<i>ελον</i>, <i>ὕ</i>-<i>αλος</i>: <i>ὕ</i>-<i>ελος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φέψᾰλος:''' -ου, ὁ, [[σπινθήρας]], [[κομμάτι]] από αναμμένα κάρβουνα, σε Αριστοφ.· <i>ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται</i>, δηλ. θα κρεμαστεί πάνω από τη [[φωτιά]], λέγεται για πράγματα περιορισμένα και άχρηστα, σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φέψᾰλος, ου,<br />a [[spark]], [[piece]] of the [[embers]], Ar.; ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, i. e. [[will]] be hung in the [[chimney]], of things laid by and [[unused]], Ar. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''φέψαλος''': (Ar., Arist.),<br />{phépsalos}<br />'''Forms''': [[φεψάλυξ]], -υγος (Archil., Ar., Plb.)<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Sprühfunke]].<br />'''Derivative''': Davon [[φεψαλόομαι]] in ἐφεψαλώθη [[er wurde von Sprühfunken bedeckt]] (A. ''Pr''. 364).<br />'''Etymology''': Bildung wie [[πομφόλυξ]] bzw. [[αἴθαλος]], sonst dunkel. Nach gewöhnlicher Annahme seit Curtius 700 und Persson Stud. 62, BB 19, 258 A. 2 mit Reduplikation zu [[ψόλος]] (s.d.). Da aber -αλο- suffixal ist, können die Wörter höchstens entfernt verwandt sein (vgl. [[ψάμμος]], [[ψῆν]]).<br />'''Page''' 2,1007 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ (also φέψελος) Glossaria on φεψάλυξ, Hsch.):—spark, piece of the embers, Ar.Ach.668 (lyr.), V.227, Arist.Mete.367a5:—φεψάλυξ [ᾰ], ῠγος, ὁ, Archil.126, Ar.Lys.107, Plb.1.48.6: prov. phrases, ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, i.e. will be hung in the chimney, of things laid by and unused, Ar.Ach.279; οὐδὲ φεψάλυξ not so much as... Id.Lys. l. c.
German (Pape)
[Seite 1267] ὁ, Ar. Ach. 267. 641 Vesp. 227, ion. φέψελος, poet. auch φεψάλυξ, ὁ, Qualm, Dampf, Sprühasche, fliegende Feuerfunken, Schol. Aesch. Prom. 362.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
étincelle de cendre chaude, reste d'un feu mal éteint.
Étymologie: DELG d'une rac. *bhes- souffler.
Russian (Dvoretsky)
φέψᾰλος: ὁ летящие искры (ἐξ ἀνθράκων Arph.; ὁ φ. καὶ ἡ τέφρα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
φέψᾰλος: -ου, ὁ, Ἰων. φέψελος, Ἡσύχ.· ― σπινθὴρ ἀναφερόμενος ἐκ καιομένων ξύλων ἢ πρινίνων ἀνθράκων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 668, Σχ. 227, Ἀριστ. Μετεωρολ. 2. 8, 15· ― ὡσαύτως φεψάλυξ, υγος, ὁ, Ἀρχίλ. 113, Ἀριστοφ. Λυσ. 107. ― ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, ἐν τῷ καπνείῳ, ὅ ἐστι θὰ κρεμασθῇ ὑπὲρ τὴν ἑστίαν, ἐπὶ πραγμάτων παρερριμμένων καὶ ἀχρήστων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 278· οὐδὲ φεψάλυξ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α
1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα
2. το κάτω πλατύ τμήμα της καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ-ψ-αλος (< φε-φσ-αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα bhs- της ΙΕ ρίζας bhes- «φυσώ» (πρβλ. ψυχή) με εκφραστικό διπλασιασμό φε- και επίθημα -αλος (πρβλ. αἴθαλος, πάσσ-αλος) και μπορεί να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. bhasman- «τέφρα, στάχτη» (εάν υποτεθεί η ύπαρξη μιας αρχικής σημ. του τ. «μέρος όπου φυσά κανείς για να ξανανάψει τη σβησμένη φωτιά»). Η αναγωγή τόσο του τ. φέψαλος όσο και του αρχ. ινδ. τ. στην ομόηχη ρίζα bhes- «τρίβω θρυμματίζω» (πρβλ. ψήω, ψήχω) δεν θεωρείται πολύ πιθανή. Τέλος, εκτός από τον τ. φέψ-αλος, απαντά επίσης και τ. φέψ-ελος (πρβλ. πτύ-αλον: πτύ-ελον, ὕ-αλος: ὕ-ελος)].
Greek Monotonic
φέψᾰλος: -ου, ὁ, σπινθήρας, κομμάτι από αναμμένα κάρβουνα, σε Αριστοφ.· ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, δηλ. θα κρεμαστεί πάνω από τη φωτιά, λέγεται για πράγματα περιορισμένα και άχρηστα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φέψᾰλος, ου,
a spark, piece of the embers, Ar.; ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, i. e. will be hung in the chimney, of things laid by and unused, Ar.
Frisk Etymology German
φέψαλος: (Ar., Arist.),
{phépsalos}
Forms: φεψάλυξ, -υγος (Archil., Ar., Plb.)
Grammar: m.
Meaning: Sprühfunke.
Derivative: Davon φεψαλόομαι in ἐφεψαλώθη er wurde von Sprühfunken bedeckt (A. Pr. 364).
Etymology: Bildung wie πομφόλυξ bzw. αἴθαλος, sonst dunkel. Nach gewöhnlicher Annahme seit Curtius 700 und Persson Stud. 62, BB 19, 258 A. 2 mit Reduplikation zu ψόλος (s.d.). Da aber -αλο- suffixal ist, können die Wörter höchstens entfernt verwandt sein (vgl. ψάμμος, ψῆν).
Page 2,1007