ὑψίζυγος: Difference between revisions
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsizygos | |Transliteration C=ypsizygos | ||
|Beta Code=u(yi/zugos | |Beta Code=u(yi/zugos | ||
|Definition= | |Definition=ὑψίζυγον, prop. of a rower, [[sitting high on the benches]]: metaph. of [[Zeus]], [[high-throned]], Il.4.166, 7.69, al., Hes. ''Op.'' 18, B.10.3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />assis sur un trône (<i>litt.</i> sur un banc de rameur) élevé, <i>ép. de Zeus</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[ζυγόν]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=eigtl. vom [[Sitze]] der [[Ruderer]], <i>hoch od. [[oben]] auf der [[Ruderbank]] [[sitzend]]</i>, übertragen als [[Beiwort]] des Zeus, <i>der hoch waltende, der [[zuoberst]] am [[Steuer]] sitzt und Alles [[lenkt]], Il</i>. 4.166, 7.69, 11.544, 18.185, Hes. <i>O</i>. 18. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψίζῠγος:''' [[высоко восседающий]] ([[Ζεύς]] Hom., Hes.; [[Κρονίδης]] Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψίζυγος''': -ον, [[κυρίως]] ἐπὶ κωπηλάτου, ὁ καθήμενος ὑψηλὰ ἐπὶ τῶν ζυγῶν· ἀκολούθως μεταφορ. ἐπὶ τοῦ [[Διός]], ὁ ἔχων τὸν [[θρόνον]] του ὑψηλά, ὁ κυβερνῶν τὰ πάντα, Ἰλ. Δ. 166, Ζ. 69, κ. ἀλλ., Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 18. | |lstext='''ὑψίζυγος''': -ον, [[κυρίως]] ἐπὶ κωπηλάτου, ὁ καθήμενος ὑψηλὰ ἐπὶ τῶν ζυγῶν· ἀκολούθως μεταφορ. ἐπὶ τοῦ [[Διός]], ὁ ἔχων τὸν [[θρόνον]] του ὑψηλά, ὁ κυβερνῶν τὰ πάντα, Ἰλ. Δ. 166, Ζ. 69, κ. ἀλλ., Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 18. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Autenrieth | ||
| | |auten=on the [[high]] [[rower]]'s [[bench]], [[high]] at the [[helm]], [[high]]-[[throned]], [[high]]-[[ruling]]. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για κωπηλάτη) αυτός που κάθεται [[ψηλά]] στα εδώλια της κωπηλασίας<br /><b>2.</b> (για τον Δία) <b>μτφ.</b> αυτός που έχει τον θρόνο του [[ψηλά]], που κυβερνά από [[ψηλά]] («[[Ζεύς|Ζεὺς]] δὲ σφι [[Κρονίδης]] [[ὑψίζυγος]], αἰθέρι ναίων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), [[πρβλ]]. [[πολύζυγος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑψίζῠγος:''' -ον ([[ζυγόν]]), λέγεται για κωπηλάτη, αυτός που κάθεται σε υψηλή [[θέση]], [[κάθισμα]]· λέγεται για τον [[Δία]], υψηλόθρονος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑψί-ζῠγος, ον, [[ζυγόν]]<br />of a [[rower]], [[sitting]] [[high]] on the benches; of [[Zeus]], [[high]]-[[throned]], Il., Hes. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑψίζυγον, prop. of a rower, sitting high on the benches: metaph. of Zeus, high-throned, Il.4.166, 7.69, al., Hes. Op. 18, B.10.3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
assis sur un trône (litt. sur un banc de rameur) élevé, ép. de Zeus.
Étymologie: ὕψι, ζυγόν.
German (Pape)
eigtl. vom Sitze der Ruderer, hoch od. oben auf der Ruderbank sitzend, übertragen als Beiwort des Zeus, der hoch waltende, der zuoberst am Steuer sitzt und Alles lenkt, Il. 4.166, 7.69, 11.544, 18.185, Hes. O. 18.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίζῠγος: высоко восседающий (Ζεύς Hom., Hes.; Κρονίδης Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίζυγος: -ον, κυρίως ἐπὶ κωπηλάτου, ὁ καθήμενος ὑψηλὰ ἐπὶ τῶν ζυγῶν· ἀκολούθως μεταφορ. ἐπὶ τοῦ Διός, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ὁ κυβερνῶν τὰ πάντα, Ἰλ. Δ. 166, Ζ. 69, κ. ἀλλ., Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 18.
English (Autenrieth)
on the high rower's bench, high at the helm, high-throned, high-ruling. (Il.)
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. (για κωπηλάτη) αυτός που κάθεται ψηλά στα εδώλια της κωπηλασίας
2. (για τον Δία) μτφ. αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά, που κυβερνά από ψηλά («Ζεὺς δὲ σφι Κρονίδης ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. πολύζυγος].
Greek Monotonic
ὑψίζῠγος: -ον (ζυγόν), λέγεται για κωπηλάτη, αυτός που κάθεται σε υψηλή θέση, κάθισμα· λέγεται για τον Δία, υψηλόθρονος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Middle Liddell
ὑψί-ζῠγος, ον, ζυγόν
of a rower, sitting high on the benches; of Zeus, high-throned, Il., Hes.