ψηφοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦsurely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psifoforos
|Transliteration C=psifoforos
|Beta Code=yhfo/foros
|Beta Code=yhfo/foros
|Definition=(parox.), ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">voting</b>, ἐκκλησία <span class="bibl">D.H.7.59</span>; = <b class="b2">suffragator</b>, Gloss.</span>
|Definition=(parox.), ον, [[voting]], [[ἐκκλησία]] D.H.7.59; = [[suffragator]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1398.png Seite 1398]] seine Stimme gebend, stimmend, wählend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1398.png Seite 1398]] [[seine Stimme gebend]], [[stimmend]], [[wählend]], Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui apporte son vote]].<br />'''Étymologie:''' [[ψῆφος]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψηφοφόρος''': -ον, ὁ ψηφοφορῶν, ὁ δίδων ψῆφον, Διον Ἁλ. 7. 59, ἐν τῷ τύπῳ ψηφηφ-.
|lstext='''ψηφοφόρος''': -ον, ὁ ψηφοφορῶν, ὁ δίδων ψῆφον, Διον Ἁλ. 7. 59, ἐν τῷ τύπῳ ψηφηφ-.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui apporte son vote.<br />'''Étymologie:''' [[ψῆφος]], [[φέρω]].
|mltxt=ο, η / [[ψηφοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, και [[ψηφηφόρος]] Α<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[πολίτης]] που έχει και ασκεί το [[δικαίωμα]] ψήφου, [[εκλογέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις [[ἐκκλησία]] κατ' ἄνδρα [[ψηφοφόρος]] ἡ φυλετική», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῆφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψηφοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που δίνει την ψήφο του.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψηφο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />giving one's [[vote]].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφοφόρος Medium diacritics: ψηφοφόρος Low diacritics: ψηφοφόρος Capitals: ΨΗΦΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: psēphophóros Transliteration B: psēphophoros Transliteration C: psifoforos Beta Code: yhfo/foros

English (LSJ)

(parox.), ον, voting, ἐκκλησία D.H.7.59; = suffragator, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1398] seine Stimme gebend, stimmend, wählend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte son vote.
Étymologie: ψῆφος, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφοφόρος: -ον, ὁ ψηφοφορῶν, ὁ δίδων ψῆφον, Διον Ἁλ. 7. 59, ἐν τῷ τύπῳ ψηφηφ-.

Greek Monolingual

ο, η / ψηφοφόρος, -ον, ΝΜΑ, και ψηφηφόρος Α
(για πρόσ.) πολίτης που έχει και ασκεί το δικαίωμα ψήφου, εκλογέας
αρχ.
(γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις ἐκκλησία κατ' ἄνδρα ψηφοφόρος ἡ φυλετική», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + -φόρος].

Greek Monotonic

ψηφοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που δίνει την ψήφο του.

Middle Liddell

ψηφο-φόρος, ον, φέρω
giving one's vote.