λοφιήτης: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lofiitis
|Transliteration C=lofiitis
|Beta Code=lofih/ths
|Beta Code=lofih/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dweller on the hills</b>, epith. of Pan, formed like [[πολιήτης]], <span class="title">AP</span>6.79 (Agath.).</span>
|Definition=λοφιήτου, ὁ, [[dweller on the hills]], [[epithet]] of Pan, formed like [[πολιήτης]], ''AP''6.79 (Agath.).
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite les collines (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[λοφιά]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der Hügelbewohner</i>, Pan, ὦ λοφιῆτα, Agath. 37 (VI.79); vgl. Lobeck <i>zu Phryn</i>. 700.
}}
{{elru
|elrutext='''λοφιήτης:''' ου ὁ [[обитатель холмов]] (эпитет Пана) Anth.
}}
{{ls
|lstext='''λοφιήτης''': -ου, ὁ, ([[λόφος]]) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, [[πολιήτης]], κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.
}}
{{grml
|mltxt=[[λοφιήτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόφος]], πιθ. [[κατά]] το [[πολιήτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοφῐήτης:''' -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λοφιήτης]], ου, ὁ, [from [[λοφιά]]<br />a [[dweller]] on the hills, of Pan, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφῐήτης Medium diacritics: λοφιήτης Low diacritics: λοφιήτης Capitals: ΛΟΦΙΗΤΗΣ
Transliteration A: lophiḗtēs Transliteration B: lophiētēs Transliteration C: lofiitis Beta Code: lofih/ths

English (LSJ)

λοφιήτου, ὁ, dweller on the hills, epithet of Pan, formed like πολιήτης, AP6.79 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui habite les collines (Pan).
Étymologie: λοφιά.

German (Pape)

ὁ, der Hügelbewohner, Pan, ὦ λοφιῆτα, Agath. 37 (VI.79); vgl. Lobeck zu Phryn. 700.

Russian (Dvoretsky)

λοφιήτης: ου ὁ обитатель холмов (эпитет Пана) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λοφιήτης: -ου, ὁ, (λόφος) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, πολιήτης, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.

Greek Monolingual

λοφιήτης, ὁ (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. κατά το πολιήτης.

Greek Monotonic

λοφῐήτης: -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λοφιήτης, ου, ὁ, [from λοφιά
a dweller on the hills, of Pan, Anth.