λοφιήτης: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lofiitis | |Transliteration C=lofiitis | ||
|Beta Code=lofih/ths | |Beta Code=lofih/ths | ||
|Definition= | |Definition=λοφιήτου, ὁ, [[dweller on the hills]], [[epithet]] of Pan, formed like [[πολιήτης]], ''AP''6.79 (Agath.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite les collines (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[λοφιά]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der Hügelbewohner</i>, Pan, ὦ λοφιῆτα, Agath. 37 (VI.79); vgl. Lobeck <i>zu Phryn</i>. 700. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοφιήτης:''' ου ὁ [[обитатель холмов]] (эпитет Пана) Anth. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λοφιήτης''': -ου, ὁ, ([[λόφος]]) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, [[πολιήτης]], κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λοφιήτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόφος]], πιθ. [[κατά]] το [[πολιήτης]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λοφῐήτης:''' -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λοφιήτης]], ου, ὁ, [from [[λοφιά]]<br />a [[dweller]] on the hills, of Pan, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
λοφιήτου, ὁ, dweller on the hills, epithet of Pan, formed like πολιήτης, AP6.79 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui habite les collines (Pan).
Étymologie: λοφιά.
German (Pape)
ὁ, der Hügelbewohner, Pan, ὦ λοφιῆτα, Agath. 37 (VI.79); vgl. Lobeck zu Phryn. 700.
Russian (Dvoretsky)
λοφιήτης: ου ὁ обитатель холмов (эпитет Пана) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λοφιήτης: -ου, ὁ, (λόφος) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, πολιήτης, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.
Greek Monolingual
λοφιήτης, ὁ (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. κατά το πολιήτης.
Greek Monotonic
λοφῐήτης: -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
Middle Liddell
λοφιήτης, ου, ὁ, [from λοφιά
a dweller on the hills, of Pan, Anth.