μνημονευτός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mnimoneftos
|Transliteration C=mnimoneftos
|Beta Code=mnhmoneuto/s
|Beta Code=mnhmoneuto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that can be remembered</b>: <b class="b3">τὰ μ</b>. <b class="b2">objects of memory</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1367a24</span>, <span class="bibl">1370b1</span>, <span class="bibl"><span class="title">Mem.</span>449b9</span>,<span class="bibl">450a24</span>.</span>
|Definition=μνημονευτή, μνημονευτόν, [[that can be remembered]]: <b class="b3">τὰ μ.</b> [[objects of memory]], Arist.''Rh.''1367a24, 1370b1, ''Mem.''449b9,450a24.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0194.png Seite 194]] dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[dont on se souvient]].<br />'''Étymologie:''' [[μνημονεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μνημονευτός:''' [[удерживаемый в памяти]], [[запоминающийся]] или [[вспоминаемый]] Arst.
}}
{{ls
|lstext='''μνημονευτός''': -ή, -όν, ὃ δύναται ἢ ὃν πρέπει νὰ μνημονεύῃ τις, νὰ ἐνθυμῆται, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 25 καὶ 11, 8, π. Μνήμ. 1, 2 καὶ 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[μνημονευτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[μνημονεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά μνημονευτά</i><br />όσα [[είναι]] δυνατόν να θυμάται [[κανείς]], τα αντικείμενα μνήμης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μνημονευτός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να τον θυμόμαστε, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μνημονευτός]], ή, όν<br />that can be or [[ought]] to be remembered, Arist. [from [[μνημονεύω]]
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνημονευτός Medium diacritics: μνημονευτός Low diacritics: μνημονευτός Capitals: ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: mnēmoneutós Transliteration B: mnēmoneutos Transliteration C: mnimoneftos Beta Code: mnhmoneuto/s

English (LSJ)

μνημονευτή, μνημονευτόν, that can be remembered: τὰ μ. objects of memory, Arist.Rh.1367a24, 1370b1, Mem.449b9,450a24.

German (Pape)

[Seite 194] dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on se souvient.
Étymologie: μνημονεύω.

Russian (Dvoretsky)

μνημονευτός: удерживаемый в памяти, запоминающийся или вспоминаемый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μνημονευτός: -ή, -όν, ὃ δύναται ἢ ὃν πρέπει νὰ μνημονεύῃ τις, νὰ ἐνθυμῆται, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 25 καὶ 11, 8, π. Μνήμ. 1, 2 καὶ 2.

Greek Monolingual

μνημονευτός, -ή, -όν (Α)
μνημονεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται κανείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μνημονευτά
όσα είναι δυνατόν να θυμάται κανείς, τα αντικείμενα μνήμης.

Greek Monotonic

μνημονευτός: -ή, -όν, αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να τον θυμόμαστε, σε Αριστ.

Middle Liddell

μνημονευτός, ή, όν
that can be or ought to be remembered, Arist. [from μνημονεύω