Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυλίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mylitis
|Transliteration C=mylitis
|Beta Code=muli/ths
|Beta Code=muli/ths
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ου, ὁ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μυλίας]], [[λίθος]] Gal.10.958,19.118, <span class="bibl">Procop.<span class="title">Aed.</span>2.5.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">molar tooth</b>, Gal.14.722.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[μυλίας]], [[λίθος]] Gal.10.958,19.118, Procop.''Aed.''2.5.4.<br><span class="bld">II</span> [[molar tooth]], Gal.14.722.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ὁ, = [[μυλίας]], – a) [[λίθος]], Mühlstein, Hdn. 3, 1, 14. – b) [[ὀδούς]], Backenzahn, wie [[μύλακροι]].
}}
{{ls
|lstext='''μῠλίτης''': -ου, ὁ, = [[μυλίας]], Γαλην. ΙΙ, 96Α. ― μ. [[ὀδούς]], [[τραπεζίτης]], Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 82.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυλίτης]])<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[μύλη]], σε [[μυλόπετρα]] («[[μυλίτης]] [[λίθος]]»)<br /><b>2.</b> [[τραπεζίτης]], [[γομφίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[λίθος]] από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες<br /><b>2.</b> [[μυλόπετρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> [[στυλ]]-[[ίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλίτης Medium diacritics: μυλίτης Low diacritics: μυλίτης Capitals: ΜΥΛΙΤΗΣ
Transliteration A: mylítēs Transliteration B: mylitēs Transliteration C: mylitis Beta Code: muli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A = μυλίας, λίθος Gal.10.958,19.118, Procop.Aed.2.5.4.
II molar tooth, Gal.14.722.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, = μυλίας, – a) λίθος, Mühlstein, Hdn. 3, 1, 14. – b) ὀδούς, Backenzahn, wie μύλακροι.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλίτης: -ου, ὁ, = μυλίας, Γαλην. ΙΙ, 96Α. ― μ. ὀδούς, τραπεζίτης, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 82.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυλίτης)
1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλη, σε μυλόπετραμυλίτης λίθος»)
2. τραπεζίτης, γομφίος
νεοελλ.
1. ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες
2. μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -ίτης (πρβλ. στυλ-ίτης)].