μυρηρός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myriros
|Transliteration C=myriros
|Beta Code=murhro/s
|Beta Code=murhro/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of sweet oil</b>, τεύχη <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>180.5</span>; λήκυθος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 205</span>.</span>
|Definition=ά, όν, [[of sweet oil]], τεύχη A.''Fr.''180.5; λήκυθος Ar.''Fr.'' 205.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0218.png Seite 218]] zu wohlriechenden Salben gehörig; χωρὶς μυρηρῶν τευχέων, die Salben enthalten, Aesch. frg. 15 bei Ath. I, 17; [[λήκυθος]], Arr. fr. 8.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠρηρός:''' [[содержащий благовония]] (τεύχεα Aesch.; [[λήκυθος]] Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''μῠρηρός''': -ά, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς εὐῶδες [[ἔλαιον]], ὁ πρὸς ἐναπόθεσιν μύρων, [[τεῦχος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· [[λήκυθος]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μύρο]] ή αυτός που χρησιμοποιείται ως [[δοχείο]] μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[ελαιηρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρηρός Medium diacritics: μυρηρός Low diacritics: μυρηρός Capitals: ΜΥΡΗΡΟΣ
Transliteration A: myrērós Transliteration B: myrēros Transliteration C: myriros Beta Code: murhro/s

English (LSJ)

ά, όν, of sweet oil, τεύχη A.Fr.180.5; λήκυθος Ar.Fr. 205.

German (Pape)

[Seite 218] zu wohlriechenden Salben gehörig; χωρὶς μυρηρῶν τευχέων, die Salben enthalten, Aesch. frg. 15 bei Ath. I, 17; λήκυθος, Arr. fr. 8.

Russian (Dvoretsky)

μῠρηρός: содержащий благовония (τεύχεα Aesch.; λήκυθος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠρηρός: -ά, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς εὐῶδες ἔλαιον, ὁ πρὸς ἐναπόθεσιν μύρων, τεῦχος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· λήκυθος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8.

Greek Monolingual

μυρηρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μύρο ή αυτός που χρησιμοποιείται ως δοχείο μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ελαιηρός)].