μωκός: Difference between revisions
κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad
(8) |
|||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mokos | |Transliteration C=mokos | ||
|Beta Code=mwko/s | |Beta Code=mwko/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[mocker]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''491b17, ''EM''593.7: as adjective, φίλος μ. [[LXX]] ''Si.''36(33).6. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0225.png Seite 225]] ὁ, der Spötter, neben [[εἴρων]], Arist. H. A. 1, 9; [[χλευαστής]], VLL. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μωκός:''' ὁ [[насмешник]] Arst. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μωκός''': ὁ, [[χλευαστής]], [[σκώπτης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μωκός]], ὁ (Α)<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο [[χλευαστής]], ο [[σκώπτης]] («μωκοῦ καὶ εἴρωνος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. <i>μωκῶμαι</i> <b>βλ. λ.</b>]. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[χλευαστής]]). Στήν ἀρχική του [[σημασία]] ἠχοποίητη, μέ πιθανή ἐπίδραση τοῦ [[μῶμος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[μωκάομαι]] (=[[περιγελῶ]]), [[μῶκος]] (=ὁ [[ἐμπαιγμός]]), [[μωκίζω]] (=[[περιπαίζω]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 24 November 2023
English (LSJ)
ὁ, mocker, Arist.HA491b17, EM593.7: as adjective, φίλος μ. LXX Si.36(33).6.
German (Pape)
[Seite 225] ὁ, der Spötter, neben εἴρων, Arist. H. A. 1, 9; χλευαστής, VLL.
Russian (Dvoretsky)
μωκός: ὁ насмешник Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μωκός: ὁ, χλευαστής, σκώπτης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7.
Greek Monolingual
μωκός, ὁ (Α)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο χλευαστής, ο σκώπτης («μωκοῦ καὶ εἴρωνος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. μωκῶμαι βλ. λ.].
Mantoulidis Etymological
(=χλευαστής). Στήν ἀρχική του σημασία ἠχοποίητη, μέ πιθανή ἐπίδραση τοῦ μῶμος.
Παράγωγα: μωκάομαι (=περιγελῶ), μῶκος (=ὁ ἐμπαιγμός), μωκίζω (=περιπαίζω).