νεόκτιστος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(8) |
(CSV import) |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neoktistos | |Transliteration C=neoktistos | ||
|Beta Code=neo/ktistos | |Beta Code=neo/ktistos | ||
|Definition= | |Definition=νεόκτιστον, also η, ον Pi. ''N.''9.2:—[[newly founded]] or [[newly built]], Pi. [[l.c.]], ''P.''4.206, [[Herodotus|Hdt.]]5.24, Th.3.100, Cic.''Att.''6.2.3; [[newly created]], [[LXX]] ''Wi.''11.18:—also [[νεόκτιτος]], ον, B. 16.126, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 18.294. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0242.png Seite 242]] neu gegründet, neu gebau't; νεοκτίστα Αἴτνα, Pind. N. 9, 2; βωμοῖο [[θέναρ]], P. 4, 206; [[πόλις]], Her. 5, 24; Thuc. 3, 100; Luc. u. a. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />nouvellement bâti <i>ou</i> fondé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[κτίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόκτιστος:''' 2, редко 3 вновь созданный, недавно построенный (βωμοῖο [[θέναρ]] Pind.; [[πόλις]] Her., Thuc.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νεόκτιστος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον Πίνδ. Ν. 9. 3· - ὁ νεωστὶ ἱδρυθεὶς ἢ κτισθείς, Ἡρόδ. 5. 24, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 100· οὕτω, ποιητικῶς, νεόκτῐτος, Νόνν. Δ. 18. 294. | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[νεόκτιστος]], -ον</b> [[new]] founded [[φοίνισσα]] δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο [[θέναρ]] (P. 4.206) τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν founded 474 B. C. (N. 9.2) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[νιόκτιστος]] και νιόχτιστος, -η, -ο (ΑΜ [[νεόκτιστος]] και ποιητ. τ. [[νεόκτιτος]], -η, -ον)<br />αυτός ο [[οποίος]] κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα («Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηΐκη πόλιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που διορίστηκε πρόσφατα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δημιουργήθηκε πρόσφατα («ἐπιπέμψαι αὐτοῖς... νεοκτίστους... θῆρας ἀγνώστους», ΠΔ). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεόκτιστος:''' -ον και -η, -ον ([[κτίζω]]), αυτός που έχει ιδρυθεί ή χτιστεί πρόσφατα, σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νεό-κτιστος, ον [[κτίζω]]<br />[[newly]] founded or built, Hdt., Thuc. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[recens conditus]]'', [[recently founded]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.100.2/ 3.100.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:35, 16 November 2024
English (LSJ)
νεόκτιστον, also η, ον Pi. N.9.2:—newly founded or newly built, Pi. l.c., P.4.206, Hdt.5.24, Th.3.100, Cic.Att.6.2.3; newly created, LXX Wi.11.18:—also νεόκτιτος, ον, B. 16.126, Nonn. D. 18.294.
German (Pape)
[Seite 242] neu gegründet, neu gebau't; νεοκτίστα Αἴτνα, Pind. N. 9, 2; βωμοῖο θέναρ, P. 4, 206; πόλις, Her. 5, 24; Thuc. 3, 100; Luc. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement bâti ou fondé.
Étymologie: νέος, κτίζω.
Russian (Dvoretsky)
νεόκτιστος: 2, редко 3 вновь созданный, недавно построенный (βωμοῖο θέναρ Pind.; πόλις Her., Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
νεόκτιστος: -ον, ὡσαύτως η, ον Πίνδ. Ν. 9. 3· - ὁ νεωστὶ ἱδρυθεὶς ἢ κτισθείς, Ἡρόδ. 5. 24, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 100· οὕτω, ποιητικῶς, νεόκτῐτος, Νόνν. Δ. 18. 294.
English (Slater)
νεόκτιστος, -ον new founded φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ (P. 4.206) τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν founded 474 B. C. (N. 9.2)
Greek Monolingual
και νιόκτιστος και νιόχτιστος, -η, -ο (ΑΜ νεόκτιστος και ποιητ. τ. νεόκτιτος, -η, -ον)
αυτός ο οποίος κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα («Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηΐκη πόλιν», Ηρόδ.)
μσν.
(για πρόσ.) αυτός που διορίστηκε πρόσφατα
αρχ.
αυτός που δημιουργήθηκε πρόσφατα («ἐπιπέμψαι αὐτοῖς... νεοκτίστους... θῆρας ἀγνώστους», ΠΔ).
Greek Monotonic
νεόκτιστος: -ον και -η, -ον (κτίζω), αυτός που έχει ιδρυθεί ή χτιστεί πρόσφατα, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
νεό-κτιστος, ον κτίζω
newly founded or built, Hdt., Thuc.