νήκτης: Difference between revisions
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=niktis | |Transliteration C=niktis | ||
|Beta Code=nh/kths | |Beta Code=nh/kths | ||
|Definition= | |Definition=νήκτου, ὁ, ([[νήχω]]) [[swimmer]], Poll.1.97; <b class="b3">ἐχθρὸν ἀεὶ νήκτῃσι</b> prob. in Philosteph.Hist.17. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νήκτης''': -ου, ὁ, ([[νήχω]]) [[κολυμβητής]], Πολυδ. ϛʹ, 45. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νήκτης]], ό, θηλ. [[νηκτρίς]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κολυμπά, ο [[κολυμβητής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[ελιά]] που διατηρείται στην [[άλμη]], [[κολυμπάδα]], [[κολυμβάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[νήχω]] «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> ([[πρβλ]]. [[δέκτης]]). Ο τ. [[νηκτρίς]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νηκ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] ([[πρβλ]]. [[ψηκτρίς]])]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Schwimmer]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
νήκτου, ὁ, (νήχω) swimmer, Poll.1.97; ἐχθρὸν ἀεὶ νήκτῃσι prob. in Philosteph.Hist.17.
Greek (Liddell-Scott)
νήκτης: -ου, ὁ, (νήχω) κολυμβητής, Πολυδ. ϛʹ, 45.
Greek Monolingual
νήκτης, ό, θηλ. νηκτρίς (Α)
1. αυτός που κολυμπά, ο κολυμβητής
2. το θηλ. ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα, κολυμβάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νήχω «κολυμπώ» + κατάλ. -της (πρβλ. δέκτης). Ο τ. νηκτρίς < θ. νηκ- + επίθημα -τρίς (πρβλ. ψηκτρίς)].
German (Pape)
ὁ, der Schwimmer, Sp.