ξυλεία: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksyleia
|Transliteration C=ksyleia
|Beta Code=culei/a
|Beta Code=culei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">felling and carrying of wood</b>, <span class="bibl">Plb.21.39.12</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1123.9</span> (i B. C.), <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>6.2.7</span> ; <b class="b2">supply of wood</b>, <span class="bibl">Str.5.2.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">timber</b>, <span class="bibl">Plb.3.42.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">wood-work</b>, <span class="bibl">Id.10.27.10</span>, Callix.I, <span class="bibl">Hdn.8.4.8</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[felling and carrying of wood]], Plb.21.39.12, ''BGU''1123.9 (i B. C.), J.''BJ''6.2.7; [[supply of wood]], Str.5.2.5.<br><span class="bld">II</span> [[timber]], Plb.3.42.3.<br><span class="bld">2</span> [[wood-work]], Id.10.27.10, Callix.I, Hdn.8.4.8.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0280.png Seite 280]] ἡ, 1) das Holzfällen, Holzholen, Pol. 22, 22, 12. – 2) das Holzwerk, Bauholz, z. B. zu Schiffen, Pol. 3, 42, 3 u. Sp.; s. auch [[ξυλία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξῠλεία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[рубка леса или доставка дров]] Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[корабельный лес]] Polyb.
}}
{{ls
|lstext='''ξῠλεία''': ἡ, τὸ κόπτειν καὶ μεταφέρειν ξύλα, ξυλεύειν, Λατ. lignatio, Πολύβ. 10. 27, 10., 22. 22, 12. ΙΙ. ξύλα χρησιμεύοντα πρὸς οἰκοδομὴν ἢ ναυπηγίαν, ξυλική, ὁ αὐτ. 3. 42, 3, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204C· πρβλ. [[ξύλωσις]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ξυλεία]]) [[ξυλεύω]]<br />το [[σύνολο]] τών ξύλων που προέρχονται από [[υλοτομία]] τών δασών και ύστερα από ανάλογη [[κατεργασία]] χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, στη [[ναυπηγία]] κ.ά. δραστηριότητες («τὴν ξυλείαν τὴν εἰς τὰς οἰκοδομὰς σελμάτων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοπή]], η [[συλλογή]] και η [[μεταφορά]] ξύλων<br /><b>2.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]], [[ξύλινος]] [[σκελετός]].
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλεία Medium diacritics: ξυλεία Low diacritics: ξυλεία Capitals: ΞΥΛΕΙΑ
Transliteration A: xyleía Transliteration B: xyleia Transliteration C: ksyleia Beta Code: culei/a

English (LSJ)

ἡ,
A felling and carrying of wood, Plb.21.39.12, BGU1123.9 (i B. C.), J.BJ6.2.7; supply of wood, Str.5.2.5.
II timber, Plb.3.42.3.
2 wood-work, Id.10.27.10, Callix.I, Hdn.8.4.8.

German (Pape)

[Seite 280] ἡ, 1) das Holzfällen, Holzholen, Pol. 22, 22, 12. – 2) das Holzwerk, Bauholz, z. B. zu Schiffen, Pol. 3, 42, 3 u. Sp.; s. auch ξυλία.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλεία:
1 рубка леса или доставка дров Polyb.;
2 корабельный лес Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλεία: ἡ, τὸ κόπτειν καὶ μεταφέρειν ξύλα, ξυλεύειν, Λατ. lignatio, Πολύβ. 10. 27, 10., 22. 22, 12. ΙΙ. ξύλα χρησιμεύοντα πρὸς οἰκοδομὴν ἢ ναυπηγίαν, ξυλική, ὁ αὐτ. 3. 42, 3, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204C· πρβλ. ξύλωσις.

Greek Monolingual

η (Α ξυλεία) ξυλεύω
το σύνολο τών ξύλων που προέρχονται από υλοτομία τών δασών και ύστερα από ανάλογη κατεργασία χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, στη ναυπηγία κ.ά. δραστηριότητες («τὴν ξυλείαν τὴν εἰς τὰς οἰκοδομὰς σελμάτων», Στράβ.)
αρχ.
1. η κοπή, η συλλογή και η μεταφορά ξύλων
2. ξύλινο κατασκεύασμα, ξύλινος σκελετός.