πανηγυριστής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=panigyristis
|Transliteration C=panigyristis
|Beta Code=panhguristh/s
|Beta Code=panhguristh/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who attends a</b> <b class="b3">πανήγυρις</b>, <span class="bibl">Str.17.1.17</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herod.</span>2</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pseudol.</span>5</span>, <span class="bibl">Poll.1.34</span>.</span>
|Definition=πανηγυριστοῦ, ὁ, [[one who attends a]] [[πανήγυρις]], Str.17.1.17, Luc.''Herod.''2, ''Pseudol.''5, Poll.1.34.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0460.png Seite 460]] ὁ, der eine [[πανήγυρις]] mitfeiert, begeht, Luc. Her. 2. 8 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui se rend à une fête solennelle]].<br />'''Étymologie:''' [[πανηγυρίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πανηγυριστής -οῦ, ὁ [πανηγυρίζω] [[deelnemer aan een festival]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰνηγῠριστής:''' οῦ ὁ [[справляющий всенародное празднество]], [[участник панегирея]] Luc.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. -ίστρια, ΝΜΑ [[πανηγυρίζω]]<br />[[άτομο]] που μετέχει σε [[πανήγυρη]], που παίρνει [[μέρος]] σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, [[πανηγυριώτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνηγῠριστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί [[μία]] <i>πανήγυριν</i>, σε Λουκ.
}}
{{ls
|lstext='''πᾰνηγῠριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ πανηγυρίζων, Λουκ. Ἡρόδ. 2, Ψευδολ. 5, Πολυδ. Α΄, 34.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰνηγῠριστής, οῦ, ὁ,<br />one who attends a [[πανήγυρις]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνηγῠριστής Medium diacritics: πανηγυριστής Low diacritics: πανηγυριστής Capitals: ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: panēgyristḗs Transliteration B: panēgyristēs Transliteration C: panigyristis Beta Code: panhguristh/s

English (LSJ)

πανηγυριστοῦ, ὁ, one who attends a πανήγυρις, Str.17.1.17, Luc.Herod.2, Pseudol.5, Poll.1.34.

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, der eine πανήγυρις mitfeiert, begeht, Luc. Her. 2. 8 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se rend à une fête solennelle.
Étymologie: πανηγυρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανηγυριστής -οῦ, ὁ [πανηγυρίζω] deelnemer aan een festival.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνηγῠριστής: οῦ ὁ справляющий всенародное празднество, участник панегирея Luc.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ίστρια, ΝΜΑ πανηγυρίζω
άτομο που μετέχει σε πανήγυρη, που παίρνει μέρος σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, πανηγυριώτης.

Greek Monotonic

πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί μία πανήγυριν, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, ὁ πανηγυρίζων, Λουκ. Ἡρόδ. 2, Ψευδολ. 5, Πολυδ. Α΄, 34.

Middle Liddell

πᾰνηγῠριστής, οῦ, ὁ,
one who attends a πανήγυρις, Luc.