ἀπόερσε: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(Autenrieth)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apoerse
|Transliteration C=apoerse
|Beta Code=a)po/erse
|Beta Code=a)po/erse
|Definition=Ep. aor. almost always in <span class="bibl">3</span> pers. (imper. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἀπόερσον <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span>110</span>):—<b class="b2">swept away</b>, ἔνθα με κῦμ' ἀπόερσε <span class="bibl">Il.6.348</span>; ὅν ῥά τ' ἔναυλος ἀποέρσῃ <span class="bibl">21.283</span>; <b class="b3">μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός</b> ib.<span class="bibl">329</span>; cf. [[ἀπούρας]].</span>
|Definition=Ep. aor. almost always in 3 pers. (imper. ἀπόερσον Nic. ''Th.''110):—[[swept away]], ἔνθα με κῦμ' ἀπόερσε Il.6.348; ὅν ῥά τ' ἔναυλος ἀποέρσῃ 21.283; <b class="b3">μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός</b> ib.329; cf. [[ἀπούρας]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ép., imperat. ἀπόερσον Nic.<i>Th</i>.110]<br />[[arrastrar]], [[barrer]], [[ἔνθα]] με κῦμ' [[ἀπόερσε]] <i>Il</i>.6.348, ὃν ῥά τ' [[ἔναυλος]] ἀποέρσῃ <i>Il</i>.21.283, μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός <i>Il</i>.21.329, ἀπόερσον ἀκάνθας Nic.l.c.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀπηύρων]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0302.png Seite 302]] Il. 6, 348; conj. ἀποέρσῃ, 21, 283; opt. ἀποέρσειε, 21, 329; vom Wasser, fortreißen, fortschwemmen; vgl. Buttmann Lexilog. 2, 169 f ([[ἄρδω]], [[ἔῤῥω]], ῥέω).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0302.png Seite 302]] Il. 6, 348; conj. ἀποέρσῃ, 21, 283; opt. ἀποέρσειε, 21, 329; vom Wasser, fortreißen, fortschwemmen; vgl. Buttmann Lexilog. 2, 169 f ([[ἄρδω]], [[ἔῤῥω]], ῥέω).
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. ao;<br />d'où sbj. 3ᵉ sg.</i> ἀποέρσῃ, <i>opt. 3ᵉ sg.</i> ἀποέρσειε;<br />[[enlever]], [[entraîner]].<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[ἀπούρας]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόερσε:''' aor. унес(ла), увлек(ла) ([[ἔνθα]] με κῦμ᾽ [[ἀπόερσε]] Hom.; μή μιν ἀποέρσειε [[ποταμός]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόερσε''': παλαιὸς Ἐπ. ἀόρ. ἁπαντῶν μόνον κατὰ τὸ γ΄ πρόσ., [[ἔνθα]] με κῦμ’ [[ἀπόερσε]] [[πάρος]] τάδε ἔργα γενέσθαι, παρέσυρεν, «ἀπέπνιξεν ἂν πρὶν ἢ τὰ ἔργα [[ταῦτα]] γενέσθαι» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ζ. 348· ὅν ῥά τ’ [[ἔναυλος]] ἀπõέρσῃ, παρασύρῃ χείμαρρος, Φ. 283· μή μιν ἀπõέρσειε [[μέγας]] ποταμὸς [[αὐτόθι]] 329. (Ἡ [[ποσότης]] τῆς β΄ συλλαβῆς ἐν τοῖς τελευταίοις δυσὶ χωρίοις φαίνεται ὑποδεικνύουσα ὅτι ἦτο ἀπόϝερσε, [[ὅπερ]] ἄγει τὸν Κούρτιον εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ὑπάρχει [[σχέσις]] πρὸς τὸ [[ἀπαυράω]], ὅ ἐ. ἀπαϝράω· [[ἴσως]] δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. verro).
|lstext='''ἀπόερσε''': παλαιὸς Ἐπ. ἀόρ. ἁπαντῶν μόνον κατὰ τὸ γ΄ πρόσ., [[ἔνθα]] με κῦμ’ [[ἀπόερσε]] [[πάρος]] τάδε ἔργα γενέσθαι, παρέσυρεν, «ἀπέπνιξεν ἂν πρὶν ἢ τὰ ἔργα [[ταῦτα]] γενέσθαι» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ζ. 348· ὅν ῥά τ’ [[ἔναυλος]] ἀπõέρσῃ, παρασύρῃ χείμαρρος, Φ. 283· μή μιν ἀπõέρσειε [[μέγας]] ποταμὸς [[αὐτόθι]] 329. (Ἡ [[ποσότης]] τῆς β΄ συλλαβῆς ἐν τοῖς τελευταίοις δυσὶ χωρίοις φαίνεται ὑποδεικνύουσα ὅτι ἦτο ἀπόϝερσε, [[ὅπερ]] ἄγει τὸν Κούρτιον εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ὑπάρχει [[σχέσις]] πρὸς τὸ [[ἀπαυράω]], ὅ ἐ. ἀπαϝράω· [[ἴσως]] δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. verro).
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. ao;<br />d’où sbj. 3ᵉ sg.</i> ἀποέρσῃ, <i>opt. 3ᵉ sg.</i> ἀποέρσειε;<br />enlever, entraîner.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[ἀπούρας]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ἀπόϝ.), [[defective]] aor., subj. ἀποέρσῃ, opt. ἀποέρσειε: [[sweep]] [[away]], [[wash]] [[away]]; μή μιν ἀποϝϝέρσειε [[μέγας]] [[ποταμός]], Il. 21.329, 2, Il. 6.348.
|auten=(ἀπόϝ.), [[defective]] aor., subj. ἀποέρσῃ, opt. ἀποέρσειε: [[sweep]] [[away]], [[wash]] [[away]]; μή μιν ἀποϝϝέρσειε [[μέγας]] [[ποταμός]], Il. 21.329, 2, Il. 6.348.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπόερσε]] (επικ. αόρ. μόνον στο γ' εν. πρόσ.) (Α)<br />[[παρασύρω]], [[τραβώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>από</i> - (<i>F</i>)<i>ερσε</i>. Στη [[ρίζα]] <i>Fερ</i>- αντιστοιχεί η ΙΕ. [[ρίζα]] <i>wer</i> - «[[ανασύρω]], [[αρπάζω]], [[παίρνω]]», η οποία όμως δεν συμβάλλει πολύ στην [[κατανόηση]] του ελληνικού τύπου. Πρόκειται για επικό σιγματικό αόριστο, που ανήκει στους αρχαίους αορίστους, οι οποίοι φαίνεται πως είχαν [[πλέον]] πάψει να γίνονται αισθητοί ως αόριστοι από τους αοιδούς].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόερσε:''' αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. [[ἀπόερσε]], παρέσυρε, σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. <i>ἀποέρσῃ</i>, ευκτ. <i>ἀποέρσειε</i>· όλοι οι τύποι σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[swept away]] (Il.)<br />Other forms: Only this form occurs.<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [00] <b class="b2">*uer-</b> [[tear]]?<br />Etymology: [[s-]]aor. from a root <b class="b2">*uer-</b> (or <b class="b2">*uers-</b>, s. Gil Emerita 32, 1964, 181). This root has also been supposed in [[ἀπούρας]], which has a root <b class="b2">*ur-eh₂-</b>. (It is wrong to see it as a form of <b class="b3">ἀπούρας</b>, [[ἀηύρων]].)
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain].]<br />old epic aor1 only [[found]] in 3 pers. [[ἀπόερσε]], swept [[away]], subj. ἀποέρσηι, opt. ἀποέρσειε, all in Il.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἀπόερσε''': {apó-erse}<br />'''See also''': s. [[ἀπούρας]].<br />'''Page''' 1,123
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόερσε Medium diacritics: ἀπόερσε Low diacritics: απόερσε Capitals: ΑΠΟΕΡΣΕ
Transliteration A: apóerse Transliteration B: apoerse Transliteration C: apoerse Beta Code: a)po/erse

English (LSJ)

Ep. aor. almost always in 3 pers. (imper. ἀπόερσον Nic. Th.110):—swept away, ἔνθα με κῦμ' ἀπόερσε Il.6.348; ὅν ῥά τ' ἔναυλος ἀποέρσῃ 21.283; μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός ib.329; cf. ἀπούρας.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ép., imperat. ἀπόερσον Nic.Th.110]
arrastrar, barrer, ἔνθα με κῦμ' ἀπόερσε Il.6.348, ὃν ῥά τ' ἔναυλος ἀποέρσῃ Il.21.283, μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός Il.21.329, ἀπόερσον ἀκάνθας Nic.l.c.
• Etimología: Cf. ἀπηύρων.

German (Pape)

[Seite 302] Il. 6, 348; conj. ἀποέρσῃ, 21, 283; opt. ἀποέρσειε, 21, 329; vom Wasser, fortreißen, fortschwemmen; vgl. Buttmann Lexilog. 2, 169 f (ἄρδω, ἔῤῥω, ῥέω).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao;
d'où sbj. 3ᵉ sg.
ἀποέρσῃ, opt. 3ᵉ sg. ἀποέρσειε;
enlever, entraîner.
Étymologie: DELG v. ἀπούρας.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόερσε: aor. унес(ла), увлек(ла) (ἔνθα με κῦμ᾽ ἀπόερσε Hom.; μή μιν ἀποέρσειε ποταμός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόερσε: παλαιὸς Ἐπ. ἀόρ. ἁπαντῶν μόνον κατὰ τὸ γ΄ πρόσ., ἔνθα με κῦμ’ ἀπόερσε πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι, παρέσυρεν, «ἀπέπνιξεν ἂν πρὶν ἢ τὰ ἔργα ταῦτα γενέσθαι» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ζ. 348· ὅν ῥά τ’ ἔναυλος ἀπõέρσῃ, παρασύρῃ χείμαρρος, Φ. 283· μή μιν ἀπõέρσειε μέγας ποταμὸς αὐτόθι 329. (Ἡ ποσότης τῆς β΄ συλλαβῆς ἐν τοῖς τελευταίοις δυσὶ χωρίοις φαίνεται ὑποδεικνύουσα ὅτι ἦτο ἀπόϝερσε, ὅπερ ἄγει τὸν Κούρτιον εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ὑπάρχει σχέσις πρὸς τὸ ἀπαυράω, ὅ ἐ. ἀπαϝράω· ἴσως δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. verro).

English (Autenrieth)

(ἀπόϝ.), defective aor., subj. ἀποέρσῃ, opt. ἀποέρσειε: sweep away, wash away; μή μιν ἀποϝϝέρσειε μέγας ποταμός, Il. 21.329, 2, Il. 6.348.

Greek Monolingual

ἀπόερσε (επικ. αόρ. μόνον στο γ' εν. πρόσ.) (Α)
παρασύρω, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από - (F)ερσε. Στη ρίζα Fερ- αντιστοιχεί η ΙΕ. ρίζα wer - «ανασύρω, αρπάζω, παίρνω», η οποία όμως δεν συμβάλλει πολύ στην κατανόηση του ελληνικού τύπου. Πρόκειται για επικό σιγματικό αόριστο, που ανήκει στους αρχαίους αορίστους, οι οποίοι φαίνεται πως είχαν πλέον πάψει να γίνονται αισθητοί ως αόριστοι από τους αοιδούς].

Greek Monotonic

ἀπόερσε: αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. ἀπόερσε, παρέσυρε, σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. ἀποέρσῃ, ευκτ. ἀποέρσειε· όλοι οι τύποι σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: swept away (Il.)
Other forms: Only this form occurs.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [00] *uer- tear?
Etymology: s-aor. from a root *uer- (or *uers-, s. Gil Emerita 32, 1964, 181). This root has also been supposed in ἀπούρας, which has a root *ur-eh₂-. (It is wrong to see it as a form of ἀπούρας, ἀηύρων.)

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
old epic aor1 only found in 3 pers. ἀπόερσε, swept away, subj. ἀποέρσηι, opt. ἀποέρσειε, all in Il.

Frisk Etymology German

ἀπόερσε: {apó-erse}
See also: s. ἀπούρας.
Page 1,123