υἱωνός: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(Autenrieth) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yionos | |Transliteration C=yionos | ||
|Beta Code=ui(wno/s | |Beta Code=ui(wno/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[grandson]], Il.2.666, Od. 24.515, Theoc.17.23, ''IG''5(1).1450 (Messene, i A. D.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''261.7 (i A.D.), ''SIG''829''A'' (Delph., ii A. D.), Plu.''Publ.''14, etc.:—fem. [[υἱωνή]], ἡ, J.''BJ''1.22.1; less Att. than [[ὑϊδοῦς]] and [[ὑϊδῆ]], Moer.p.379 P., Thom. Mag.p.362 R. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />petit-fils.<br />'''Étymologie:''' [[υἱός]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[petit-fils]].<br />'''Étymologie:''' [[υἱός]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[grandson]]. | |auten=[[grandson]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ὑωνός]] και [[υἱωνεύς]], -έως, ὁ, θηλ. [[υἱωνή]], ΜΑ, και ως θηλ. [[υἱωνός]], ἡ, Μ<br />ο [[εγγονός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υἱος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωνός</i>, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών ([[πρβλ]]. [[οἰωνός]], [[χελώνη]]) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>grand</i>-<i>son</i> «[[εγγονός]]»). Ο τ. <i>υἱώνεῖς</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, [[είναι]] αναλογικός με τον πληθ. <i>υἱεῖς</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''υἱωνός:''' -οῦ, ὁ ([[υἱός]]), [[εγγονός]], σε Όμηρ., Πλούτ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''υἱωνός:''' ὁ [[внук]] Hom., Plut. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[υἱωνός]], οῦ, ὁ, [[υἱός]]<br />a [[grandson]], Hom., Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, grandson, Il.2.666, Od. 24.515, Theoc.17.23, IG5(1).1450 (Messene, i A. D.), POxy.261.7 (i A.D.), SIG829A (Delph., ii A. D.), Plu.Publ.14, etc.:—fem. υἱωνή, ἡ, J.BJ1.22.1; less Att. than ὑϊδοῦς and ὑϊδῆ, Moer.p.379 P., Thom. Mag.p.362 R.
German (Pape)
[Seite 1176] ὁ, Sohnes Sohn, Enkel; Hom. Il. 2, 666 Od. 24, 514; Plut. Popl. 14 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
petit-fils.
Étymologie: υἱός.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και ὑωνός και υἱωνεύς, -έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ
ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα -ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰωνός, χελώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ. αγγλ. grand-son «εγγονός»). Ο τ. υἱώνεῖς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι αναλογικός με τον πληθ. υἱεῖς].
Greek Monotonic
υἱωνός: -οῦ, ὁ (υἱός), εγγονός, σε Όμηρ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
υἱωνός: ὁ внук Hom., Plut.