Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρωνυχία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paronychia
|Transliteration C=paronychia
|Beta Code=parwnuxi/a
|Beta Code=parwnuxi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">whitlow</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>2.6.27</span>, Plu.2.43b, al., <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span> 245d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">plant reputed to be a cure for whitlow</b>, Dsc.4.54, Gal.12.96, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">trifle</b>, <span class="bibl">Plb.12.4a</span>.<span class="bibl">1</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[whitlow]], Hp.''Epid.''2.6.27, Plu.2.43b, al., Jul.''Gal.'' 245d.<br><span class="bld">II</span> [[plant reputed to be a cure for whitlow]], Dsc.4.54, Gal.12.96, Paul.Aeg.7.3.<br><span class="bld">III</span> [[trifle]], Plb.12.4a.''1''.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0530.png Seite 530]] ἡ, = Folgdm; Hippocr.; Plut. vrbdt οὐκ ἔστι σοι περὶ παρωνυχίας ὁ [[λόγος]], de audit. 7, vgl. de adul. et amic. discr. 49.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[panaris]], [[abcès à la racine de l'ongle]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄνυξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρωνυχία -ας, ἡ, Ion. παρωνυχίη &#91;[[παρά]], [[ὄνυξ]]] [[ontsteking bij de nagel]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρωνῠχία:''' ἡ [[заусеница]] Plut.
}}
{{ls
|lstext='''παρωνῠχία''': ἡ, κοινῶς «παρανυχίδα», καὶ Λατ. reduvia, [[ἀπόστημα]] παρὰ τὴν ῥίζαν τοῦ ὄνυχος, Ἱππ. 1056D, Πλούτ. 2. 43Α· 73Β, 440Α, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 81, Θεοφ. Νονν. τ. 2. σ. 212, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] παρωνῠχίς, -ίδος, ἡ, Ἱεροκλ. σ. 308 Boiss., Σουΐδ ΙΙ. [[φυτόν]] τι φημιζόμενον ὡς θεραπεῦον παρωνυχίας, Διοσκ. 4. 54, Γαλην., κλ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[οξεία]] ή [[χρόνια]] [[φλεγμονή]] της πτυχής που περιβάλλει το [[νύχι]]<br /><b>2.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]], το [[αφέψημα]] του οποίου χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική ως στομαχικό και αντιασθματικό, κν. [[καλαγκάθι]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[παρωνύχιο]], η [[πτυχή]] [[γύρω]] από το [[νύχι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ακρ</i>-<i>ωνυχία</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρωνῠχία Medium diacritics: παρωνυχία Low diacritics: παρωνυχία Capitals: ΠΑΡΩΝΥΧΙΑ
Transliteration A: parōnychía Transliteration B: parōnychia Transliteration C: paronychia Beta Code: parwnuxi/a

English (LSJ)

ἡ,
A whitlow, Hp.Epid.2.6.27, Plu.2.43b, al., Jul.Gal. 245d.
II plant reputed to be a cure for whitlow, Dsc.4.54, Gal.12.96, Paul.Aeg.7.3.
III trifle, Plb.12.4a.1.

German (Pape)

[Seite 530] ἡ, = Folgdm; Hippocr.; Plut. vrbdt οὐκ ἔστι σοι περὶ παρωνυχίας ὁ λόγος, de audit. 7, vgl. de adul. et amic. discr. 49.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
panaris, abcès à la racine de l'ongle.
Étymologie: παρά, ὄνυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρωνυχία -ας, ἡ, Ion. παρωνυχίη [παρά, ὄνυξ] ontsteking bij de nagel.

Russian (Dvoretsky)

παρωνῠχία:заусеница Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρωνῠχία: ἡ, κοινῶς «παρανυχίδα», καὶ Λατ. reduvia, ἀπόστημα παρὰ τὴν ῥίζαν τοῦ ὄνυχος, Ἱππ. 1056D, Πλούτ. 2. 43Α· 73Β, 440Α, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 81, Θεοφ. Νονν. τ. 2. σ. 212, κτλ.· ― ὡσαύτως παρωνῠχίς, -ίδος, ἡ, Ἱεροκλ. σ. 308 Boiss., Σουΐδ ΙΙ. φυτόν τι φημιζόμενον ὡς θεραπεῦον παρωνυχίας, Διοσκ. 4. 54, Γαλην., κλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. οξεία ή χρόνια φλεγμονή της πτυχής που περιβάλλει το νύχι
2. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες, το αφέψημα του οποίου χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική ως στομαχικό και αντιασθματικό, κν. καλαγκάθι
αρχ.
το παρωνύχιο, η πτυχή γύρω από το νύχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ωνυχία (< -ώνυχος < ὄνυξ, -υχος), πρβλ. ακρ-ωνυχία. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].