πελειάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(Autenrieth)
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peleias
|Transliteration C=peleias
|Beta Code=peleia/s
|Beta Code=peleia/s
|Definition=άδος, ἡ, = foreg. <span class="bibl">1</span>, mostly in pl., <span class="bibl">Il.11.634</span>, <span class="bibl">Hdt.2.55</span>, <span class="bibl">A. <span class="title">Supp.</span>223</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span> 1140</span>, etc. ; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> τρήρωσι πελειάσιν . . ὁμοῖαι <span class="bibl">Il.5.778</span> ; Ep. dat. πεληϊάδεσσι <span class="bibl">Opp. <span class="title">C.</span>1.351</span> : in sg., Hdt. l. c., <span class="bibl">S. <span class="title">OC</span> 1081</span> (lyr.) : distd. from <b class="b3">περιστερά</b>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span> 544b2</span>, <span class="bibl">597b3</span> ; but used for <b class="b3">περιστερά</b> by Sophr. ap. <span class="bibl">Ath.9.394d</span>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Mul.</span>2.110</span>, <span class="bibl">189</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> an Indian <b class="b2">fruitpigeon, Crocopus chlorogaster</b>, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span> 16.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = foreg. <span class="bibl">11</span>, <span class="bibl">Hdt. 2.55</span>,<span class="bibl">57</span>, <span class="bibl">S. <span class="title">Tr.</span>172</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">Πελειάδες, αἱ,</b> = [[Πλειάδες]] (q. v.).</span>
|Definition=άδος, ἡ, = [[πέλεια]] ([[dove]], [[pigeon]]) ''1'', mostly in plural, Il.11.634, Hdt.2.55, A. Supp.223, E.Andr. 1140, etc.;<br><span class="bld">A</span> τρήρωσι πελειάσιν… ὁμοῖαι Il.5.778; Ep. dat. πεληϊάδεσσι Opp. C.1.351: in sg., Hdt. l. c., S. OC 1081 (lyr.): distinguished from [[περιστερά]], Arist. HA 544b2, 597b3; but used for [[περιστερά]] by Sophr. ap. Ath.9.394d, Hp. Mul.2.110, 189.<br><span class="bld">2</span> an [[Indian]] [[fruit]] [[pigeon]], [[Crocopus chlorogaster]], Ael. NA 16.2.<br><span class="bld">II</span> = [[πέλεια]] ''ΙΙ'', Hdt. 2.55,57, S. Tr.172.<br><span class="bld">III</span> [[Πελειάδες]], αἱ, = [[Πλειάδες]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0550.png Seite 550]] ἡ, = [[πέλεια]]; Il., wo aber nur der plur. vorkommt, τρήρωσι πελειάσιν ἴθμαθ' ὁμοῖαι, 5, 778. 11, 633; ἑσμὸς ὡς πελειάδων, Aesch. Suppl. 220; Spt. 276; [[ἀελλαία]] [[ταχύῤῥωστος]], Soph. O. C. 1083; Trach. 171; Eur. Andr. 1141; u. in Prosa, Her. 2, 55 u. Sp.; von [[περιστερά]] unterschieden, Arist. H. A. 5, 13; vgl. Ath. IX, 394. Vgl. auch nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0550.png Seite 550]] ἡ, = [[πέλεια]]; Il., wo aber nur der plur. vorkommt, τρήρωσι πελειάσιν ἴθμαθ' ὁμοῖαι, 5, 778. 11, 633; ἑσμὸς ὡς πελειάδων, Aesch. Suppl. 220; Spt. 276; [[ἀελλαία]] [[ταχύῤῥωστος]], Soph. O. C. 1083; Trach. 171; Eur. Andr. 1141; u. in Prosa, Her. 2, 55 u. Sp.; von [[περιστερά]] unterschieden, Arist. H. A. 5, 13; vgl. Ath. IX, 394. Vgl. auch nom. pr.
}}
{{ls
|lstext='''πελειάς''': -άδος, ἡ, = [[πέλεια]], ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Λ. 634, κτλ.˙ τρήρωσι … πελειάσιν ὁμοῖαι Ε. 778˙ Ἐπικ. δοτ. πεληιάδεσσι Ὀππ. Κ. 1. 350˙ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡρόδ. 2. 55, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 223, κτλ.˙ ἐν τῷ ἑνικ., Σοφ. Ο.Κ. 1081, Εὐρ. Ἀνδρ. 1140˙ ― διακρίνεται δὲ ἡ πελειὰς τῆς περιστερᾶς ἐκ τοῦ τρόπου ἐπῳάζειν καὶ ἀνατρέφειν τοὺς νεοσσοὺς καὶ ἐκ τῶν ἀποδημητικῶν αὐτῆς ἕξεων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13. 3., 8. 12˙ ἀλλ’ ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ περιστερὰ παρὰ τοῖς Δωριεῦσι, π. χ. παρὰ τῷ Σώφρονι ἐν Ἀθην. 394D καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσιν, Ἱππ. 638. 8., 667. 3 ([[ἔνθα]] ἡ γραφ. πελιὰς φαίνεται ἐσφαλμ.). ΙΙ. πρβλ. τοῦ προηγ. ΙΙ. ΙΙΙ. Πελειάδες, αἱ, = [[Πλειάδες]], ὃ ἴδε.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πέλεια]].
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πέλεια]].
}}
{{elnl
|elnltext=πελειάς -άδος, ἡ [~ πέλεια] duif; naam van priesteressen in Dodona; Soph. Tr. 172; αἱ Πελειάδες = αἱ Πλειάδες de Pleiaden (het sterrenbeeld Zevengesternte).
}}
{{elru
|elrutext='''πελειάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ Hom., Her., Trag. = [[πέλεια]].
}}
{{ls
|lstext='''πελειάς''': -άδος, ἡ, = [[πέλεια]], ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Λ. 634, κτλ.˙ τρήρωσι … πελειάσιν ὁμοῖαι Ε. 778˙ Ἐπικ. δοτ. πεληιάδεσσι Ὀππ. Κ. 1. 350˙ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡρόδ. 2. 55, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 223, κτλ.˙ ἐν τῷ ἑνικ., Σοφ. Ο.Κ. 1081, Εὐρ. Ἀνδρ. 1140˙ ― διακρίνεται δὲ ἡ πελειὰς τῆς περιστερᾶς ἐκ τοῦ τρόπου ἐπῳάζειν καὶ ἀνατρέφειν τοὺς νεοσσοὺς καὶ ἐκ τῶν ἀποδημητικῶν αὐτῆς ἕξεων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13. 3., 8. 12˙ ἀλλ’ ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ περιστερὰ παρὰ τοῖς Δωριεῦσι, π. χ. παρὰ τῷ Σώφρονι ἐν Ἀθην. 394D· καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσιν, Ἱππ. 638. 8., 667. 3 ([[ἔνθα]] ἡ γραφ. πελιὰς φαίνεται ἐσφαλμ.). ΙΙ. πρβλ. τοῦ προηγ. ΙΙ. ΙΙΙ. Πελειάδες, αἱ, = [[Πλειάδες]], ὃ ἴδε.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=άδος:=[[πέλεια]], only pl. (Il.)
|auten=άδος:=[[πέλεια]], only pl. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=και [[πελιάς]], επικ. τ. [[πεληϊάς]], -[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[αγριοπερίστερο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού το οποίο ο Αριστοτέλης διακρίνει από το [[αγριοπερίστερο]]<br /><b>3.</b> το [[περιστέρι]]<br /><b>4.</b> (στην Ινδία) το [[πτηνό]] κροκόπους ο χλωρογάστωρ<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πελειάδες</i><br />οι προφήτιδες ιέρειες της Δωδώνης<br /><b>6.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Πελειάδες</i><br />οι [[Πλειάδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[πέλεια]] με [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πελειάς:''' -[[άδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[πέλεια]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> = το προηγ. II, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πελειάς]], άδος,<br /><b class="num">I.</b> = [[πέλεια]], Il., Hdt., Trag.<br /><b class="num">II.</b> = [[πέλεια]] II, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 08:02, 27 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελειάς Medium diacritics: πελειάς Low diacritics: πελειάς Capitals: ΠΕΛΕΙΑΣ
Transliteration A: peleiás Transliteration B: peleias Transliteration C: peleias Beta Code: peleia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, = πέλεια (dove, pigeon) 1, mostly in plural, Il.11.634, Hdt.2.55, A. Supp.223, E.Andr. 1140, etc.;
A τρήρωσι πελειάσιν… ὁμοῖαι Il.5.778; Ep. dat. πεληϊάδεσσι Opp. C.1.351: in sg., Hdt. l. c., S. OC 1081 (lyr.): distinguished from περιστερά, Arist. HA 544b2, 597b3; but used for περιστερά by Sophr. ap. Ath.9.394d, Hp. Mul.2.110, 189.
2 an Indian fruit pigeon, Crocopus chlorogaster, Ael. NA 16.2.
II = πέλεια ΙΙ, Hdt. 2.55,57, S. Tr.172.
III Πελειάδες, αἱ, = Πλειάδες (q.v.).

German (Pape)

[Seite 550] ἡ, = πέλεια; Il., wo aber nur der plur. vorkommt, τρήρωσι πελειάσιν ἴθμαθ' ὁμοῖαι, 5, 778. 11, 633; ἑσμὸς ὡς πελειάδων, Aesch. Suppl. 220; Spt. 276; ἀελλαία ταχύῤῥωστος, Soph. O. C. 1083; Trach. 171; Eur. Andr. 1141; u. in Prosa, Her. 2, 55 u. Sp.; von περιστερά unterschieden, Arist. H. A. 5, 13; vgl. Ath. IX, 394. Vgl. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
c. πέλεια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελειάς -άδος, ἡ [~ πέλεια] duif; naam van priesteressen in Dodona; Soph. Tr. 172; αἱ Πελειάδες = αἱ Πλειάδες de Pleiaden (het sterrenbeeld Zevengesternte).

Russian (Dvoretsky)

πελειάς: άδος (ᾰδ) ἡ Hom., Her., Trag. = πέλεια.

Greek (Liddell-Scott)

πελειάς: -άδος, ἡ, = πέλεια, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Λ. 634, κτλ.˙ τρήρωσι … πελειάσιν ὁμοῖαι Ε. 778˙ Ἐπικ. δοτ. πεληιάδεσσι Ὀππ. Κ. 1. 350˙ ὡσαύτως παρ’ Ἡρόδ. 2. 55, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 223, κτλ.˙ ἐν τῷ ἑνικ., Σοφ. Ο.Κ. 1081, Εὐρ. Ἀνδρ. 1140˙ ― διακρίνεται δὲ ἡ πελειὰς τῆς περιστερᾶς ἐκ τοῦ τρόπου ἐπῳάζειν καὶ ἀνατρέφειν τοὺς νεοσσοὺς καὶ ἐκ τῶν ἀποδημητικῶν αὐτῆς ἕξεων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13. 3., 8. 12˙ ἀλλ’ ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ περιστερὰ παρὰ τοῖς Δωριεῦσι, π. χ. παρὰ τῷ Σώφρονι ἐν Ἀθην. 394D· καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσιν, Ἱππ. 638. 8., 667. 3 (ἔνθα ἡ γραφ. πελιὰς φαίνεται ἐσφαλμ.). ΙΙ. πρβλ. τοῦ προηγ. ΙΙ. ΙΙΙ. Πελειάδες, αἱ, = Πλειάδες, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

άδος:=πέλεια, only pl. (Il.)

Greek Monolingual

και πελιάς, επικ. τ. πεληϊάς, -άδος, ἡ, Α
1. το αγριοπερίστερο
2. είδος πτηνού το οποίο ο Αριστοτέλης διακρίνει από το αγριοπερίστερο
3. το περιστέρι
4. (στην Ινδία) το πτηνό κροκόπους ο χλωρογάστωρ
5. στον πληθ. αἱ πελειάδες
οι προφήτιδες ιέρειες της Δωδώνης
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Πελειάδες
οι Πλειάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πέλεια με επίθημα -άς, -άδος].

Greek Monotonic

πελειάς: -άδος, ἡ,
I. = πέλεια, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.
II. = το προηγ. II, σε Σοφ.

Middle Liddell

πελειάς, άδος,
I. = πέλεια, Il., Hdt., Trag.
II. = πέλεια II, Soph.