Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παυσίπονος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand

Menander, Monostichoi, 309
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pafsiponos
|Transliteration C=pafsiponos
|Beta Code=pausi/ponos
|Beta Code=pausi/ponos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ending toil</b> or <b class="b2">hardship</b>, c. gen., <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>451</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1321</span> (lyr.); παυσιπόνῳ λάθας πόματι <span class="title">Epigr.Gr.</span>244.10 (Cyzic.).</span>
|Definition=παυσίπονον, [[ending toil]] or [[hardship]], c. gen., E.''IT''451 (lyr.), Ar.''Ra.''1321 (lyr.); παυσιπόνῳ λάθας πόματι ''Epigr.Gr.''244.10 (Cyzic.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0538.png Seite 538]] Arbeit, Mühe, Drangsal lindernd; δουλείας [[παυσίπονος]], Eur. I. T. 451; vgl. Ar. Ran. 1321.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui met fin aux peines]], [[aux douleurs]].<br />'''Étymologie:''' [[παύω]], [[πόνος]].
}}
{{elnl
|elnltext=παυσίπονος -ον &#91;[[παύω]], [[πόνος]]] [[aan de beproeving een einde makend]].
}}
{{elru
|elrutext='''παυσίπονος:''' (ῐ) унимающий страдания (βότρυος [[ἕλιξ]] Arph.): δουλείας π. Eur. кладущий конец мучениям рабства.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παυσίπονος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα παυσίπονα</i><br />(ενν. <i>φάρμακα</i>) [[ομάδα]] φαρμάκων τα οποία μειώνουν το [[αίσθημα]] του πόνου και τών οποίων η χημική [[σύσταση]] και η [[δράση]] [[είναι]] ποικίλη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο, τον κάματο («βότρυος ἕλικα παυσίπονον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] ([[πρβλ]]. [[λυσίπονος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παυσίπονος:''' -ον, αυτός που καταπαύει, που κατευνάζει τον πόνο, με γεν., σε Ευρ.
}}
{{ls
|lstext='''παυσίπονος''': -ον, ὁ καταπαύων τοὺς πόνους, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 451, Ἀριστοφ. Βατρ. 1321· λάθας παυσιπόνῳ πόματι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 244. 10.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παυσί-πονος, ον,<br />[[ending]] [[toil]] or [[hardship]], c. gen., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυσίπονος Medium diacritics: παυσίπονος Low diacritics: παυσίπονος Capitals: ΠΑΥΣΙΠΟΝΟΣ
Transliteration A: pausíponos Transliteration B: pausiponos Transliteration C: pafsiponos Beta Code: pausi/ponos

English (LSJ)

παυσίπονον, ending toil or hardship, c. gen., E.IT451 (lyr.), Ar.Ra.1321 (lyr.); παυσιπόνῳ λάθας πόματι Epigr.Gr.244.10 (Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 538] Arbeit, Mühe, Drangsal lindernd; δουλείας παυσίπονος, Eur. I. T. 451; vgl. Ar. Ran. 1321.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui met fin aux peines, aux douleurs.
Étymologie: παύω, πόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυσίπονος -ον [παύω, πόνος] aan de beproeving een einde makend.

Russian (Dvoretsky)

παυσίπονος: (ῐ) унимающий страдания (βότρυος ἕλιξ Arph.): δουλείας π. Eur. кладущий конец мучениям рабства.

Greek Monolingual

-η, -ο / παυσίπονος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παυσίπονα
(ενν. φάρμακα) ομάδα φαρμάκων τα οποία μειώνουν το αίσθημα του πόνου και τών οποίων η χημική σύσταση και η δράση είναι ποικίλη
αρχ.
αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο, τον κάματο («βότρυος ἕλικα παυσίπονον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + πόνος (πρβλ. λυσίπονος)].

Greek Monotonic

παυσίπονος: -ον, αυτός που καταπαύει, που κατευνάζει τον πόνο, με γεν., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παυσίπονος: -ον, ὁ καταπαύων τοὺς πόνους, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 451, Ἀριστοφ. Βατρ. 1321· λάθας παυσιπόνῳ πόματι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 244. 10.

Middle Liddell

παυσί-πονος, ον,
ending toil or hardship, c. gen., Eur.