μοναρχέω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(sl1)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monarcheo
|Transliteration C=monarcheo
|Beta Code=monarxe/w
|Beta Code=monarxe/w
|Definition=Ion. μουν-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be sovereign</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.165</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>576b</span>; <b class="b3">ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος</b> in this <b class="b2">king's</b> time, <span class="bibl">Hdt.5.61</span>, cf. <span class="bibl">46</span>; κατὰ νόμους μ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>301b</span>: c. gen., ἑκόντων μ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1295a16</span>:—Pass., <b class="b3">μοναρχεῖται πᾶς οἶκος</b> ib.<span class="bibl">1255b19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">hold the office of</b> <b class="b3">μόναρχος</b> at Cos, <span class="title">SIG</span>805.6, Sor.<span class="title">Vit. Hippocr.</span></span>
|Definition=Ion. [[μουναρχέω]],<br><span class="bld">A</span> to [[be sovereign]], Pi.''P.''4.165, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 576b; <b class="b3">ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος</b> in this [[king]]'s time, [[Herodotus|Hdt.]]5.61, cf. 46; κατὰ νόμους μ. [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 301b: c. gen., ἑκόντων μ. [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1295a16:—Pass., <b class="b3">μοναρχεῖται πᾶς οἶκος</b> ib.1255b19.<br><span class="bld">II</span> [[hold]] the [[office]] of [[μόναρχος]] at Cos, ''SIG''805.6, Sor.''Vit. Hippocr.''
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] Alleinherrscher sein, καὶ βασιλεύειν, Pind. P. 4, 165; Plat. Polit. 301 b; ion. [[μουναρχέω]], Her. 5, 46. 61; τινός, Strab. V, 249; pass., μοναρχεῖται πᾶς [[οἶκος]], Arist. pol. 1, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] Alleinherrscher sein, καὶ βασιλεύειν, Pind. P. 4, 165; Plat. Polit. 301 b; ion. [[μουναρχέω]], Her. 5, 46. 61; τινός, Strab. V, 249; pass., μοναρχεῖται πᾶς [[οἶκος]], Arist. pol. 1, 7.
}}
{{bailly
|btext=[[μοναρχῶ]] :<br />[[commander seul]], [[régner souverainement]].<br />'''Étymologie:''' [[μόναρχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μοναρχέω:''' ион. [[μουναρχέω]] единолично владычествовать, одному управлять, неограниченно царствовать (μ. καὶ βασιλεύειν Pind.; κατὰ νόμους Plat.): ἐπὶ [[τούτου]] μουναρχέοντος Her. в его царствование; μ. τινων Arst. царствовать над кем-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μοναρχέω''': Ἰων. μουν-, εἶμαι [[μόναρχος]] ἢ [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· [[μετὰ]] γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς [[οἶκος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1.
|lstext='''μοναρχέω''': Ἰων. μουν-, εἶμαι [[μόναρχος]] ἢ [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· μετὰ γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς [[οἶκος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1.
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=-ῶ :<br />commander seul, régner souverainement.<br />'''Étymologie:''' [[μόναρχος]].
|sltr=[[μοναρχέω]] be [[sole]] [[ruler]] “μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν” (P. 4.165) c. dat. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος [[οὐκ]] ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μο[να]ρχε[ῖν] Ἄργει (Pae. 4.29)
}}
{{lsm
|lsmtext='''μοναρχέω:''' ([[μόναρχος]]), Ιων. μουν-, μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι απόλυτα [[άρχοντας]], [[μονάρχης]], σε Πίνδ., Πλάτ.· <i>ἐπὶτούτου μουναρχέοντος</i>, κατά την περίοδο που ήταν [[απόλυτος]] [[άρχοντας]], σε Ηρόδ.· με γεν., <i>ἑκόντων μοναρχούντων</i>, σε Αριστ.
}}
}}
{{Slater
{{mdlsj
|sltr=[[μοναρχέω]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>be [[sole]] [[ruler]] “μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν” (P. 4.165) c. dat. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος [[οὐκ]] ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μο [να] ρχε [ῖν] Ἄργει (Pae. 4.29)
|mdlsjtxt=[[μοναρχέω]], [[μόναρχος]]<br />to be [[sovereign]], Pind., Plat.; ἐπὶ [[τούτου]] μουναρχέοντος in [[this]] [[monarch]]'s [[time]], Hdt.; c. gen., ἑκόντων μ. Arist.
}}
}}

Latest revision as of 17:33, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοναρχέω Medium diacritics: μοναρχέω Low diacritics: μοναρχέω Capitals: ΜΟΝΑΡΧΕΩ
Transliteration A: monarchéō Transliteration B: monarcheō Transliteration C: monarcheo Beta Code: monarxe/w

English (LSJ)

Ion. μουναρχέω,
A to be sovereign, Pi.P.4.165, Pl.R. 576b; ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος in this king's time, Hdt.5.61, cf. 46; κατὰ νόμους μ. Pl.Plt. 301b: c. gen., ἑκόντων μ. Arist.Pol.1295a16:—Pass., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος ib.1255b19.
II hold the office of μόναρχος at Cos, SIG805.6, Sor.Vit. Hippocr.

German (Pape)

[Seite 201] Alleinherrscher sein, καὶ βασιλεύειν, Pind. P. 4, 165; Plat. Polit. 301 b; ion. μουναρχέω, Her. 5, 46. 61; τινός, Strab. V, 249; pass., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος, Arist. pol. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

μοναρχῶ :
commander seul, régner souverainement.
Étymologie: μόναρχος.

Russian (Dvoretsky)

μοναρχέω: ион. μουναρχέω единолично владычествовать, одному управлять, неограниченно царствовать (μ. καὶ βασιλεύειν Pind.; κατὰ νόμους Plat.): ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος Her. в его царствование; μ. τινων Arst. царствовать над кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

μοναρχέω: Ἰων. μουν-, εἶμαι μόναρχοςἀπόλυτος κύριος, Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· μετὰ γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1.

English (Slater)

μοναρχέω be sole ruler “μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν” (P. 4.165) c. dat. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μο[να]ρχε[ῖν] Ἄργει (Pae. 4.29)

Greek Monotonic

μοναρχέω: (μόναρχος), Ιων. μουν-, μέλ. -ήσω, είμαι απόλυτα άρχοντας, μονάρχης, σε Πίνδ., Πλάτ.· ἐπὶτούτου μουναρχέοντος, κατά την περίοδο που ήταν απόλυτος άρχοντας, σε Ηρόδ.· με γεν., ἑκόντων μοναρχούντων, σε Αριστ.

Middle Liddell

μοναρχέω, μόναρχος
to be sovereign, Pind., Plat.; ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος in this monarch's time, Hdt.; c. gen., ἑκόντων μ. Arist.