νεφέλα: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
(sl1)
 
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>νεφέλα</b> (-ας, -ᾳ, -αν.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[cloud]] ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (sc. [[Ζεύς]]) (O. 7.49) [[οὐρανίων]] ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3) [[ἐπεὶ]] νεφέλᾳ παρελέξατο [[ψεῦδος]] γλυκὺ μεθέπων [[ἄιδρις]] [[ἀνήρ]] (sc. [[Ἰξίων]]) (P. 2.36) [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]], ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς [[ἀμείλιχος]] (P. 6.11) met., of [[sleep]], κελαινῶπιν δ' [[ἐπί]] οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ [[κρατί]], γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.7) of [[carnage]], παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι [[ποτὶ]] [[δυσμενέων]] [[ἀνδρῶν]] στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38) [[ὅστις]] ἐν [[ταύτᾳ]] νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (ἐν τῇ [[τοῦ]] [[Ἄρεος]] νεφέλῃ Σ.) (I. 7.27) frag.] νεφελα Πα. 12e. 2.
|sltr=<b>νεφέλα</b> (-ας, -ᾳ, -αν.) [[cloud]] ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (sc. [[Ζεύς]]) (O. 7.49) [[οὐρανίων]] ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3) [[ἐπεὶ]] νεφέλᾳ παρελέξατο [[ψεῦδος]] γλυκὺ μεθέπων [[ἄιδρις]] [[ἀνήρ]] (sc. [[Ἰξίων]]) (P. 2.36) [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]], ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς [[ἀμείλιχος]] (P. 6.11) met., of [[sleep]], κελαινῶπιν δ' [[ἐπί]] οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ [[κρατί]], γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.7) of [[carnage]], παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι [[ποτὶ]] [[δυσμενέων]] [[ἀνδρῶν]] στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38) [[ὅστις]] ἐν [[ταύτᾳ]] νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (ἐν τῇ [[τοῦ]] [[Ἄρεος]] νεφέλῃ Σ.) (I. 7.27) frag. ]νεφελα Πα. 12e. 2.
}}
{{elru
|elrutext='''νεφέλα:''' ἡ дор. = [[νεφέλη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 3 September 2022

English (Slater)

νεφέλα (-ας, -ᾳ, -αν.) cloud ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (sc. Ζεύς) (O. 7.49) οὐρανίων ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3) ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων ἄιδρις ἀνήρ (sc. Ἰξίων) (P. 2.36) χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος (P. 6.11) met., of sleep, κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.7) of carnage, παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38) ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (ἐν τῇ τοῦ Ἄρεος νεφέλῃ Σ.) (I. 7.27) frag. ]νεφελα Πα. 12e. 2.

Russian (Dvoretsky)

νεφέλα: ἡ дор. = νεφέλη.