περίκηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikilos
|Transliteration C=perikilos
|Beta Code=peri/khlos
|Beta Code=peri/khlos
|Definition=ον<b class="b3">, κηλόν</b>) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very dry, well-seasoned</b>, of timber, αὖα πάλαι, περίκηλα <span class="bibl">Od.5.240</span>, <span class="bibl">18.309</span>.</span>
|Definition=περίκηλον<b class="b3">, κηλόν</b>) [[very dry]], [[well-seasoned]], of timber, αὖα πάλαι, περίκηλα Od.5.240, 18.309.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] ringsum dürr oder trocken, δένδρεα αὖα [[πάλαι]] περίκηλα Od. 5, 240, ξύλα 18, 309.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sec <i>ou</i> desséché tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περικαίω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περί-κηλος -ον zeer droog.
}}
{{elru
|elrutext='''περίκηλος:''' [[хорошо просушенный]], [[высохший]] (δένδρεα, ξύλα Hom.).
}}
{{Autenrieth
|auten=[[very]] [[dry]], [[well]] [[seasoned]], Od. 5.240 and Od. 18.309.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόγυρα]] [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ξύλα) [[τελείως]] αποξηραμένος από τον ήλιο, [[κατάξερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηλόν]] «ξηρό»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίκηλος:''' -ον ([[κῆλον]]), υπερβολικά [[ξηρός]], αποξηραμένος εντελώς, λέγεται για το [[ξύλο]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{ls
|lstext='''περίκηλος''': -ον, ([[κῆλον]]) καθ’ ὑπερβολὴν [[ξηρός]], [[καλῶς]] ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα [[πάλαι]], περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα».
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περί]]-κηλος, ον, [[κῆλον]]<br />[[exceeding]] dry, of [[timber]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκηλος Medium diacritics: περίκηλος Low diacritics: περίκηλος Capitals: ΠΕΡΙΚΗΛΟΣ
Transliteration A: períkēlos Transliteration B: perikēlos Transliteration C: perikilos Beta Code: peri/khlos

English (LSJ)

περίκηλον, κηλόν) very dry, well-seasoned, of timber, αὖα πάλαι, περίκηλα Od.5.240, 18.309.

German (Pape)

[Seite 579] ringsum dürr oder trocken, δένδρεα αὖα πάλαι περίκηλα Od. 5, 240, ξύλα 18, 309.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sec ou desséché tout autour.
Étymologie: περικαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περί-κηλος -ον zeer droog.

Russian (Dvoretsky)

περίκηλος: хорошо просушенный, высохший (δένδρεα, ξύλα Hom.).

English (Autenrieth)

very dry, well seasoned, Od. 5.240 and Od. 18.309.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι ολόγυρα ξηρός
2. (ιδίως για ξύλα) τελείως αποξηραμένος από τον ήλιο, κατάξερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κηλόν «ξηρό»].

Greek Monotonic

περίκηλος: -ον (κῆλον), υπερβολικά ξηρός, αποξηραμένος εντελώς, λέγεται για το ξύλο, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

περίκηλος: -ον, (κῆλον) καθ’ ὑπερβολὴν ξηρός, καλῶς ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα πάλαι, περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα».

Middle Liddell

περί-κηλος, ον, κῆλον
exceeding dry, of timber, Od.