πολύεδρος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyedros
|Transliteration C=polyedros
|Beta Code=polu/edros
|Beta Code=polu/edros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with many seats</b>, <span class="bibl">Plu. <span class="title">Per.</span>13</span>.</span>
|Definition=πολύεδρον, [[with many seats]], Plu. ''Per.''13.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] vielfitzig, Plut. Pericl. 13; vieleckig, Sp., besonders Mathem.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à plusieurs sièges <i>ou</i> degrés.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἕδρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύεδρος -ον &#91;[[πολύς]], [[ἕδρα]]] [[met veel zitplaatsen]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύεδρος:''' [[имеющий много сидений]] (τὸ [[Ὠδεῖον]] Plut.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύεδρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές έδρες, [[πολλά]] καθίσματα (α. «πολύεδρη [[αίθουσα]]» β. «τὸ [[ᾠδεῖον]] πολύεδρον καὶ πολύστυλον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύεδρο</i><br />α) <b>μαθ.</b> στερεό που περικλείεται από επίπεδα πολύγωνα που ονομάζονται έδρες<br />θ) <b>βιολ.</b> μικροσκοπικό κρυσταλλικό πρωτεϊνικό [[σωμάτιο]] το οποίο περικλείει ιό και περιέχεται στα κύτταρα τών εντόμων που έχουν προσβληθεί από [[πολυέδρωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κανονικό πολύεδρο» — πολύεδρο, του οποίου οι έδρες [[είναι]] ίσα κανονικά πολύγωνα και όλες οι δίεδρες ή στερεές γωνίες του [[είναι]] ίσες<br />β) «κυρτό πολύεδρο» — πολύεδρο που [[κάθε]] [[έδρα]] του, όταν προεκταθεί, αφήνει το στερεό [[προς]] το ίδιο [[μέρος]] της<br />γ) «ομοιομερές πολύεδρο» — πολύεδρο του οποίου όλες οι στερεές γωνίες έχουν τον ίδιο αριθμό εδρών και όλες οι έδρες του τον ίδιο αριθμό πλευρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), [[πρβλ]]. [[εύεδρος]], [[πρόεδρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που έχει πολλές έδρες, [[πολυεδρικός]], σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''πολύεδρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἕδρας, τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον Πλουτ. Περικλ. 13.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-εδρος, ον, [[ἕδρα]]<br />polyhedral, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 12:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύεδρος Medium diacritics: πολύεδρος Low diacritics: πολύεδρος Capitals: ΠΟΛΥΕΔΡΟΣ
Transliteration A: polýedros Transliteration B: polyedros Transliteration C: polyedros Beta Code: polu/edros

English (LSJ)

πολύεδρον, with many seats, Plu. Per.13.

German (Pape)

[Seite 662] vielfitzig, Plut. Pericl. 13; vieleckig, Sp., besonders Mathem.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs sièges ou degrés.
Étymologie: πολύς, ἕδρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύεδρος -ον [πολύς, ἕδρα] met veel zitplaatsen.

Russian (Dvoretsky)

πολύεδρος: имеющий много сидений (τὸ Ὠδεῖον Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύεδρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές έδρες, πολλά καθίσματα (α. «πολύεδρη αίθουσα» β. «τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πολύεδρο
α) μαθ. στερεό που περικλείεται από επίπεδα πολύγωνα που ονομάζονται έδρες
θ) βιολ. μικροσκοπικό κρυσταλλικό πρωτεϊνικό σωμάτιο το οποίο περικλείει ιό και περιέχεται στα κύτταρα τών εντόμων που έχουν προσβληθεί από πολυέδρωση
2. φρ. α) «κανονικό πολύεδρο» — πολύεδρο, του οποίου οι έδρες είναι ίσα κανονικά πολύγωνα και όλες οι δίεδρες ή στερεές γωνίες του είναι ίσες
β) «κυρτό πολύεδρο» — πολύεδρο που κάθε έδρα του, όταν προεκταθεί, αφήνει το στερεό προς το ίδιο μέρος της
γ) «ομοιομερές πολύεδρο» — πολύεδρο του οποίου όλες οι στερεές γωνίες έχουν τον ίδιο αριθμό εδρών και όλες οι έδρες του τον ίδιο αριθμό πλευρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. εύεδρος, πρόεδρος].

Greek Monotonic

πολύεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που έχει πολλές έδρες, πολυεδρικός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύεδρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἕδρας, τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον Πλουτ. Περικλ. 13.

Middle Liddell

πολύ-εδρος, ον, ἕδρα
polyhedral, Plut.