ἀκάθεκτος: Difference between revisions
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
(big3_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akathektos | |Transliteration C=akathektos | ||
|Beta Code=a)ka/qektos | |Beta Code=a)ka/qektos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκάθεκτον, [[ungovernable]], Ps.-Phoc.193, Plu.''Nic.''8. Adv. [[ἀκαθέκτως]], λυττᾶν Ph.2.48; [[μαργαίνειν]] Sch.Opp.''H.''1.38. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no dominable]], [[incontrolable]] μηδ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς [[ἅπας]] ῥεύσῃς ἀκάθεκτον Ps.Phoc.193, ἐπιθυμίαι Ph.2.423, Paus.2.8.2, θράσος Plu.<i>Nic</i>.8, [[δρόμος]] ἀ. ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν μάχην ἠνύετο Hld.4.21.2.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de modo incontenible]] λυττᾶν Ph.2.48, μαργαίνειν Sch.Opp.<i>H</i>.1.38. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unaufhaltsam]]</i>, [[θράσος]] Plut. <i>Nic</i>. 8. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκάθεκτος:''' [[неудержимый]], [[неукротимый]] ([[θράσος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκάθεκτος''': -ον, [[ἀκατάσχετος]], Ψευδο-Φωκυλ. 180: - Πλουτ. Νικ. 8. | |lstext='''ἀκάθεκτος''': -ον, [[ἀκατάσχετος]], Ψευδο-Φωκυλ. 180: - Πλουτ. Νικ. 8. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάθεκτος]], -ον)<br />[[ασυγκράτητος]], [[ορμητικός]], [[βίαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i> στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καθεκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κατέχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκαθεκτοῦμαι</i>]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἀσυγκράτητος]]), Ἀπό τό α στερητ. + [[καθέξω]] (μέλλοντας του [[κατέχω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκάθεκτον, ungovernable, Ps.-Phoc.193, Plu.Nic.8. Adv. ἀκαθέκτως, λυττᾶν Ph.2.48; μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.
Spanish (DGE)
-ον
1 no dominable, incontrolable μηδ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς ἅπας ῥεύσῃς ἀκάθεκτον Ps.Phoc.193, ἐπιθυμίαι Ph.2.423, Paus.2.8.2, θράσος Plu.Nic.8, δρόμος ἀ. ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν μάχην ἠνύετο Hld.4.21.2.
2 adv. -ως de modo incontenible λυττᾶν Ph.2.48, μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.
German (Pape)
unaufhaltsam, θράσος Plut. Nic. 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάθεκτος: неудержимый, неукротимый (θράσος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάθεκτος: -ον, ἀκατάσχετος, Ψευδο-Φωκυλ. 180: - Πλουτ. Νικ. 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκάθεκτος, -ον)
ασυγκράτητος, ορμητικός, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καθεκτός < κατέχω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαθεκτοῦμαι].
Mantoulidis Etymological
(=ἀσυγκράτητος), Ἀπό τό α στερητ. + καθέξω (μέλλοντας του κατέχω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἔχω.