ἀλουσία: Difference between revisions
(big3_3) |
|||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alousia | |Transliteration C=alousia | ||
|Beta Code=a)lousi/a | |Beta Code=a)lousi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[being unwashed]], Hp.''de Arte'' 5; ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''226, cf. Alex.197: pl., ἀλουσίησι.. συμπεπτωκώς [[Herodotus|Hdt.]] 3.52, cf. Hp.''Morb.''2.71. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη<br /><b class="num">1</b> [[falta de baño]]como prescripción médica λούτροισιν ἢ ἀλουσίῃ con baños o sin ellos</i> Hp.<i>de Arte</i> 5, δωδεκάτῃ δὲ τοῦ μηνὸς ἀλουσίαν προστάττει ὁ θεός Aristid.1.274, ἐκ τῆς ἀλουσίας [[αἰσθάνομαι]] καὶ δριμὺ ὀ[σ] δομένου τοῦ σώματος <i>PSI</i> 297.3 (V a.C.)<br /><b class="num">•</b>como práctica ascética ἀλουσίαν οὐ φέρω Chrys.M.50.433, cf. Eus.Alex.<i>Serm</i>.M.86.440D, Ephr.Syr.3.425F.<br /><b class="num">2</b> [[desaseo]], [[desaliño]] ἀλουσίῃσί τε καὶ ἀσιτίῃσι συμπεπτωκότα Hdt.3.52, ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας E.<i>Or</i>.226, cf. Alex.197, cf. [[ἀλουτία]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ἡ, Ungewaschenheit, Schmutz, Her. 3, 52; Aristoph. com. bei D. L. 8, 38; Alex. Ath. IV, 161 d; im plur. Eur. Or. 216 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ἡ, Ungewaschenheit, Schmutz, Her. 3, 52; Aristoph. com. bei D. L. 8, 38; Alex. Ath. IV, 161 d; im plur. Eur. Or. 216 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[défaut de propreté de celui qui ne se lave pas]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄλουτος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλουσία:''' ион. ἀλουσίη ἡ тж. pl. не(у)мытость Eur., Diog. L.: ἀλουσίῃσι συμπεπτωκώς Her. (давно) немытый, неопрятный. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλουσία''': ἡ, τὸ μὴ λούεσθαι, ἡ [[ἀπλυσία]], ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας, Εὐρ. Ὀρ. 226· κατὰ πληθ. ἀλουσίῃσι ... συμπεπτωκώς, Ἡρόδ. 3. 52: - [[ὡσαύτως]] ἀλουτία, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 7, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. | |lstext='''ἀλουσία''': ἡ, τὸ μὴ λούεσθαι, ἡ [[ἀπλυσία]], ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας, Εὐρ. Ὀρ. 226· κατὰ πληθ. ἀλουσίῃσι ... συμπεπτωκώς, Ἡρόδ. 3. 52: - [[ὡσαύτως]] ἀλουτία, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 7, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=<b>(I)</b><br />και αλουσά, η (AM [[ἀλουσία]] και Α [[ἀλουτία]])<br />το να μην λούζεται ή να μην πλένεται [[κανείς]], η [[απλυσιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το νεοελλ. [[αλουσιά]] (<i>από</i> όπου το <i>αλουσά</i>) <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀλουσία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄλουτος]] ([[πρβλ]]. και [[ἀθανασία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀθάνατος]], [[ἀπλυσία]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄπλυτος]] <b>κ.λπ.</b>)].<br /><b>(II)</b><br />και αλουσά, η<br />κατασταλαχτό [[νερό]] της μπουγάδας, [[αλισίβα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> μσν. <i>ἀλισιά</i> <span style="color: red;"><</span> βενετ. <i>lissia</i> (ιταλ. <i>lisciva</i>) λατ. <i>lixiva</i> (<i>aqua</i>), «στακτόν ύδωρ». Το -<i>ου</i>- [[κατά]] το <i>έλουσα</i>, παρετυμολογικά]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλουσία:''' ἡ, μη [[λούσιμο]], [[απλυσιά]], [[έλλειψη]] καθαριότητας, σε Ηρόδ., Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[From [[ἄλουτος]]<br />a [[being]] unwashen, [[want]] of the [[bath]], Hdt., Eur. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[squalor]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:45, 22 March 2024
English (LSJ)
ἡ, being unwashed, Hp.de Arte 5; ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας E.Or.226, cf. Alex.197: pl., ἀλουσίησι.. συμπεπτωκώς Hdt. 3.52, cf. Hp.Morb.2.71.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
1 falta de bañocomo prescripción médica λούτροισιν ἢ ἀλουσίῃ con baños o sin ellos Hp.de Arte 5, δωδεκάτῃ δὲ τοῦ μηνὸς ἀλουσίαν προστάττει ὁ θεός Aristid.1.274, ἐκ τῆς ἀλουσίας αἰσθάνομαι καὶ δριμὺ ὀ[σ] δομένου τοῦ σώματος PSI 297.3 (V a.C.)
•como práctica ascética ἀλουσίαν οὐ φέρω Chrys.M.50.433, cf. Eus.Alex.Serm.M.86.440D, Ephr.Syr.3.425F.
2 desaseo, desaliño ἀλουσίῃσί τε καὶ ἀσιτίῃσι συμπεπτωκότα Hdt.3.52, ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας E.Or.226, cf. Alex.197, cf. ἀλουτία.
German (Pape)
[Seite 109] ἡ, Ungewaschenheit, Schmutz, Her. 3, 52; Aristoph. com. bei D. L. 8, 38; Alex. Ath. IV, 161 d; im plur. Eur. Or. 216 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défaut de propreté de celui qui ne se lave pas.
Étymologie: ἄλουτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλουσία: ион. ἀλουσίη ἡ тж. pl. не(у)мытость Eur., Diog. L.: ἀλουσίῃσι συμπεπτωκώς Her. (давно) немытый, неопрятный.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλουσία: ἡ, τὸ μὴ λούεσθαι, ἡ ἀπλυσία, ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας, Εὐρ. Ὀρ. 226· κατὰ πληθ. ἀλουσίῃσι ... συμπεπτωκώς, Ἡρόδ. 3. 52: - ὡσαύτως ἀλουτία, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 7, ἔνθα ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
(I)
και αλουσά, η (AM ἀλουσία και Α ἀλουτία)
το να μην λούζεται ή να μην πλένεται κανείς, η απλυσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. αλουσιά (από όπου το αλουσά) < αρχ. ἀλουσία < ἄλουτος (πρβλ. και ἀθανασία < ἀθάνατος, ἀπλυσία < ἄπλυτος κ.λπ.)].
(II)
και αλουσά, η
κατασταλαχτό νερό της μπουγάδας, αλισίβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. μσν. ἀλισιά < βενετ. lissia (ιταλ. lisciva) λατ. lixiva (aqua), «στακτόν ύδωρ». Το -ου- κατά το έλουσα, παρετυμολογικά].
Greek Monotonic
ἀλουσία: ἡ, μη λούσιμο, απλυσιά, έλλειψη καθαριότητας, σε Ηρόδ., Ευρ.
Middle Liddell
[From ἄλουτος
a being unwashen, want of the bath, Hdt., Eur.