ἀνθρακεύς: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(big3_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anthrakeys
|Transliteration C=anthrakeys
|Beta Code=a)nqrakeu/s
|Beta Code=a)nqrakeu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">charcoal-maker</b>, <span class="bibl">Aesop.59</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span> 15.5.1</span> (cj.), <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>21.245a</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>4.40</span>:—also ἀνθρᾰκ-ευτής, οῦ, ὁ, <span class="bibl">And.<span class="title">Fr.</span>4</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>1.8</span>.</span>
|Definition=-έως, ὁ, [[charcoal-maker]], Aesop.59, Cic.''Att.'' 15.5.1 (cj.), Them.''Or.''21.245a, App.''BC''4.40:—also [[ἀνθρακευτής]], οῦ, ὁ, And.''Fr.''4, Ael.''NA''1.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-έως, ὁ<br />[[carbonero]] Men.<i>Epit</i>.257, Cic.<i>Att</i>.383.1 (var.), Aesop.29, App.<i>BC</i> 4.40, Them.<i>Or</i>.21.245a, τεχνίτης ἀ. Poll.7.110.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] ὁ, Kohlenbrenner, Aesop. 12 u. sonst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] ὁ, Kohlenbrenner, Aesop. 12 u. sonst.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />[[charbonnier]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθραξ]];<br />le nom de l'auteur de ce dictionnaire désigne la même profession, cf. [[Ἀνδρέας]], [[Κάρβων]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρᾰκεύς:''' έως ὁ [[угольщик]] Aesop.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρᾰκεύς''': έως, ὁ, ὁ παρασκευάζων ἄνθρακας, [[ἀνθρακοκαύστης]], Θεμίστ. 245Α, Ἀππ. Ἐμφ. 4. 40, Αἰσώπ. μῦθ. 59: - [[ὡσαύτως]] -κευτής, οῦ, ὁ, Ἀνδοκ. Ἀποσπ. 4, σ. 109, ἔκδ. Βλασσίου, Αἰλ. π. Ζ. 1. 8.
|lstext='''ἀνθρᾰκεύς''': έως, ὁ, ὁ παρασκευάζων ἄνθρακας, [[ἀνθρακοκαύστης]], Θεμίστ. 245Α, Ἀππ. Ἐμφ. 4. 40, Αἰσώπ. μῦθ. 59: - [[ὡσαύτως]] -κευτής, οῦ, ὁ, Ἀνδοκ. Ἀποσπ. 4, σ. 109, ἔκδ. Βλασσίου, Αἰλ. π. Ζ. 1. 8.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=έως () :<br />charbonnier.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθραξ]];<br />le nom de l’auteur de ce dictionnaire désigne la même profession, cf. [[Ἀνδρέας]], [[Κάρβων]].
|mltxt=ο (Α [[ἀνθρακεύς]] και [[ἀνθρακευτής]])<br />αυτός που κατασκευάζει ξυλάνθρακες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στα πλοία) ο [[βοηθός]] του θερμαστή, που μεταφέρει άνθρακες από την [[αποθήκη]] στα λεβητοστάσια<br /><b>2.</b> [[ανθρακεργάτης]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-έως, ὁ<br />[[carbonero]] Men.<i>Epit</i>.257, Cic.<i>Att</i>.383.1 (var.), Aesop.29, App.<i>BC</i> 4.40, Them.<i>Or</i>.21.245a, τεχνίτης ἀ. Poll.7.110.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκεύς Medium diacritics: ἀνθρακεύς Low diacritics: ανθρακεύς Capitals: ΑΝΘΡΑΚΕΥΣ
Transliteration A: anthrakeús Transliteration B: anthrakeus Transliteration C: anthrakeys Beta Code: a)nqrakeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, charcoal-maker, Aesop.59, Cic.Att. 15.5.1 (cj.), Them.Or.21.245a, App.BC4.40:—also ἀνθρακευτής, οῦ, ὁ, And.Fr.4, Ael.NA1.8.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
carbonero Men.Epit.257, Cic.Att.383.1 (var.), Aesop.29, App.BC 4.40, Them.Or.21.245a, τεχνίτης ἀ. Poll.7.110.

German (Pape)

[Seite 233] ὁ, Kohlenbrenner, Aesop. 12 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
charbonnier.
Étymologie: ἄνθραξ;
le nom de l'auteur de ce dictionnaire désigne la même profession, cf. Ἀνδρέας, Κάρβων.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρᾰκεύς: έως ὁ угольщик Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκεύς: έως, ὁ, ὁ παρασκευάζων ἄνθρακας, ἀνθρακοκαύστης, Θεμίστ. 245Α, Ἀππ. Ἐμφ. 4. 40, Αἰσώπ. μῦθ. 59: - ὡσαύτως -κευτής, οῦ, ὁ, Ἀνδοκ. Ἀποσπ. 4, σ. 109, ἔκδ. Βλασσίου, Αἰλ. π. Ζ. 1. 8.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρακεύς και ἀνθρακευτής)
αυτός που κατασκευάζει ξυλάνθρακες
νεοελλ.
1. (στα πλοία) ο βοηθός του θερμαστή, που μεταφέρει άνθρακες από την αποθήκη στα λεβητοστάσια
2. ανθρακεργάτης.