βληχώ: Difference between revisions
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
(big3_9) |
mNo edit summary |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ | {{LSJ2 | ||
| | |Full diacritics=βληχώ | ||
|Medium diacritics=βληχώ | |||
|Low diacritics=βληχώ | |||
|Capitals=ΒΛΗΧΩ | |||
|Transliteration A=blēchṓ | |||
|Transliteration B=blēchō | |||
|Transliteration C=vlicho | |||
|Beta Code=blhxw/ | |||
|Definition=-οῦς, ἡ, v. [[βλήχων]]. | |||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[βλήχων]]. | |dgtxt=v. [[βλήχων]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[pouliot]], <i>plante</i>;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[ἐφήβαιον]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[βλήχων]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βληχώ:''' οῦς ἡ Arph. = [[γλήχων]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βληχώ]] -οῦς, ἡ, Ion. γληχώ -οῦς, Dor. γλᾱχώ [[βλήχων]] [[polei]] (plant); overdr., seks. van schaamhaar. κομψότατα τὴν [[βληχώ]] γε παρατετιλμένη haar grasveldje is netjes getrimd Aristoph. Lys. 89. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βληχώνι]] το και [[βληχούνι]] και [[γληχώνι]] (AM [[βλήχων]], η, Α και [[βληχώ]], βληχοῦς, η και [[γλήχων]], -ωνος και [[γληχώ]], γληχοῦς, ιων. τ. και [[γλάχων]], γλάχωνος και [[γλαχώ]], γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και [[βλήχων]], βλήχωνος, ο)<br />το [[φυτό]] [[ηδύοσμος]] ο [[γλήχων]] ([[Mentha pulegium]]), το [[φλησκούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br />πιθ. δάνεια λ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βλήχων]] με το [[βληχώμαι]] (βληχάομαι) οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]. Το <i>βληχώ</i> [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. με το [[βλήχων]], ενώ ο τ. [[γλήχων]] <span style="color: red;"><</span> [[βλήχων]], με ανομοιωτική [[αποβολή]] του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>w</sup> ([[πρβλ]]. [[βλέπω]]: [[γλέπω]], [[βλέφαρον]]: [[γλέφαρον]] και μυκηναϊκό <i>Karako</i> «[[γλήχων]]»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. [[βληχώνι]] και <i>βληχούνι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> [[βληχώνιον]], υποκορ. του αρχ. [[βλήχων]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[Mentha pulegium]]=== | |||
Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: [[pennyroyal]]; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: [[Polei]], [[Poleiminze]], [[Polei-Minze]], [[Flohkraut]]; Greek: [[φλησκούνι]]; Ancient Greek: [[ἄλβολον]], [[ἀνακτητικόν]], [[ἀρσενάκανθον]], [[βλησκούνιον]], [[βλῆχρος]], [[βληχώ]], [[βλήχων]], [[βληχώνιον]], [[γλάχων]], [[γλήχων]]; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: [[puleium]], [[pulegium]]; Persian: پونه, رافونه; Russian: [[мята болотная]], [[мята блошница]]; Spanish: [[poleo]]; Turkish: yarpuz | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 16 October 2023
English (LSJ)
-οῦς, ἡ, v. βλήχων.
Spanish (DGE)
v. βλήχων.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
1 pouliot, plante;
2 c. ἐφήβαιον.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
German (Pape)
= βλήχων.
Russian (Dvoretsky)
βληχώ: οῦς ἡ Arph. = γλήχων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βληχώ -οῦς, ἡ, Ion. γληχώ -οῦς, Dor. γλᾱχώ βλήχων polei (plant); overdr., seks. van schaamhaar. κομψότατα τὴν βληχώ γε παρατετιλμένη haar grasveldje is netjes getrimd Aristoph. Lys. 89.
Greek Monolingual
βληχώνι το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, βληχοῦς, η και γλήχων, -ωνος και γληχώ, γληχοῦς, ιων. τ. και γλάχων, γλάχωνος και γλαχώ, γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και βλήχων, βλήχωνος, ο)
το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων (Mentha pulegium), το φλησκούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
πιθ. δάνεια λ. Η σύνδεση της λ. βλήχων με το βληχώμαι (βληχάομαι) οφείλεται σε παρετυμολογία. Το βληχώ είναι παράλληλος τ. με το βλήχων, ενώ ο τ. γλήχων < βλήχων, με ανομοιωτική αποβολή του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου gw (πρβλ. βλέπω: γλέπω, βλέφαρον: γλέφαρον και μυκηναϊκό Karako «γλήχων»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. βληχώνι και βληχούνι < μτγν. βληχώνιον, υποκορ. του αρχ. βλήχων.
Translations
Mentha pulegium
Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: pennyroyal; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: Polei, Poleiminze, Polei-Minze, Flohkraut; Greek: φλησκούνι; Ancient Greek: ἄλβολον, ἀνακτητικόν, ἀρσενάκανθον, βλησκούνιον, βλῆχρος, βληχώ, βλήχων, βληχώνιον, γλάχων, γλήχων; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: puleium, pulegium; Persian: پونه, رافونه; Russian: мята болотная, мята блошница; Spanish: poleo; Turkish: yarpuz